Γεια! Είμαι η Φοίβη Σιταρά, επαγγελματίας κειμενογράφος / δημοσιογράφος. Λατρεύω τις γάτες, τη Μουσική (goth, celtic, electro, classical), τη Σοκολάτα, τον Αφρώδη Οίνο, τις Μηχανές, τα HOGs (games). Με έλκουν οι άνθρωποι που ξέρουν να γελούν, να δίνουν, να ανοίγονται, να ψάχνονται.

[μικρο οδοιπορικο-road trip, Αυγουστος 2019

Είμαστε ανίδεοι… Πως υπάρχει τέτοια γη, τέτοιο άπειρο τριγύρω μας. Πως κάποιοι λαοί -όχι στα βουνά, αλλά στις αχανείς τους πεδιάδες- ζουν ακόμη νομάδικα κατ’επιλογή. Ε λοιπόν το 50% των Μογγόλων ζει στην ύπαιθρο, στην απίστευτα ατελείωτη, επίπεδη, ανεμπόδιστη γη τους, από την κτηνοτροφία. Εκτρέφουν άλογα, καμήλες, πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες και παράγουν γάλα φοράδας, ζωικό βούτυρο, ένα είδος βότκας από το απόσταγμα του γάλακτος, παξιμάδια, τυρί… Ναι, τα δοκίμασα όλα. Αλήθεια.

Κάθε χρόνο, οι νομάδες κτηνοτρόφοι Μογγόλοι πληρώνουν στην κυβέρνηση ένα συμβολικό ποσό για να έχουν το δικαίωμα να στήνουν τις σκηνές τους (γιούρτες ή γκερ) πάνω στην μογγολέζικη γη. Νέο καλοκαίρι και νέος τόπος. Ξύλινος σκελετός, στρόγγυλο σχήμα, επενδεδυμένο εσωτερικά με μια τεράστια προβιά για μόνωση και στο τελείωμα, απέξω, μια στρώση λευκού μουσαμά. Λευκό, γιατί συμβολίζει την Ευτυχία και Καλοτυχία. Αντίβαρο στο κέντρο κρατά συχνά ένας ασβεστόλιθος δεμένος με σχοινί, ενώ στην κορυφή η σκηνή καταλήγει σε έναν «φεγγίτη» για οξυγόνο και φως, που κλείνει τραβώντας την προβιά σαν «καπάκι». Η γιούρτα ή γκερ μπορεί να φιλοξενήσει στο εσωτερικό -ανάλογα το μέγεθός της- από στενά κρεβατάκια, ξυλόσομπα που λειτουργεί και σαν «μάτι» κουζίνας, μικρά έπιπλα ξύλινα, ζωγραφιστά και πάντα έναν μικρό «βωμό» επίσης ξύλινο για τον Λαμαϊσμό, την επίσημη θρησκεία του τόπου (50% θιβετιανοί βουδιστές, 40% άθεοι (!), 6% σαμάνοι, μπάχα ή χριστιανοί, 4% μουσουλμάνοι), μέχρι έναν αξιοπρεπέστατο μπουφέ με τραπέζια και καρέκλες για τα γεύματα των τουριστών, που συνοδεύονται πάντα από τσάι μογγολέζικο.

Στα διάφορα camps μάς υποδέχονται κοριτσάκια ή νεαρές κοπέλες ντυμένες παραδοσιακά. Κρατούν ένα μπολ από γάλα φοράδας και μας το προσφέρουν. Ιδιαίτερα διαπεραστική γεύση, όξινο πολύ, με μυρωδιά που σε ακολουθεί για μέρες… Το πίνω. Φυσικά και το πίνω. Ήρθα για να δοκιμάσω, να τους νιώσω. Πώς αλλιώς… Και το γάλα, και το τυρί τους, και το πολύ σκληρό κρέας από διάφορα ζώα, μια και τα σκοτώνουν και τα μαγειρεύουν άμεσα χωρίς να τα αφήσουν να σιτέψουν πρώτα. Και την «βότκα», και την μογγολέζικη σούπα τους, με κρέας και μακαρόνι πλακουτσωτό σε λωρίδες.

Συχνά οι υποδομές είναι ελλιπείς. Χωρίς αρκετή πίεση το νερό, ίσως και κρύο μόνο, με διακοπές ρεύματος αφού δεν φτάνει η τάση και η γεννήτρια να έχουμε ρεύμα και να φορτίσουν οι τουρίστες τα κινητά, τις μπαταρίες τους. Το ρεύμα σβήνει στις 22:30 ή στις 23:30. Τώρα αν θες πιπί σου μες τη νύχτα, ελπίζεις η γιούρτα σου να είναι κοντά στις τουαλέτες. Αλλιώς, αν είσαι στις τελευταίες σειρές, παίρνεις τον φακό (πολύτιμο εργαλείο εδώ) και πας και πας μέσα στα σκοτάδια… Μπορεί να μην έχουμε καθόλου σήμα. Και φυσικά wifi. Για μέρες. Ιδίως στον Νότο, στην Έρημο Γκόμπι. Είναι το λιγότερο. Μου έκανε εντύπωση κυρίες που φέραν μαζί πιστολάκι για τα μαλλιά, μιλένιαλ που έψαχναν διακαώς ακόμη και στα λυόμενα container-«φαγάδικα», μες στην Έρημο, για σήμα wifi λες και ήταν η τελευταία στάλα νερό που έπρεπε να αγγίξει τη γλώσσα. Πφφφ.

Μόνο αν το δεις στο χύμα, στο «θα αντιμετωπίσω ό,τι μου τύχει όταν μου τύχει», στο «ήρθα εδώ για να ζήσω το εδώ» μπορείς να «επιβιώσεις» στα μακρινά, ασυνήθιστα ταξίδια, θαρρώ. Και θυμήσου πως το Ταξίδι είναι σαν το Όνειρο. Μπορεί να ξυπνήσεις και να μην θυμάσαι καν ότι το είδες. Ή μπορεί να σου εντυπωθεί για πάντα σε μυαλό και ψυχή.

Κάθε φορά που αποχωρούμε από ένα camp, η ίδια χαριτωμένη τελετουργία. Μια κοπελιά, Μογγόλα, ντυμένη στα κεντημένα, στα μεταξωτά, παραδοσιακά, με ώμους υπερυψωμένους, κέρατα πλεκτά γύρω από το κεφάλι και μαργαριτάρια ριχτά, φορετά στο μέτωπο σαν σκουλαρίκια μέχρι τους ώμους, βρέχει με ξύλινη κουτάλα τα λάστιχα από τα βανάκια μας με γάλα. Για καλή διαδρομή. Για το ξεπροβόδισμα.

Ο ήλιος αγουροξυπνά γύρω στις 05:45 και πάει για ύπνο στις 20:20. Μεγάλη μέρα. Όλο ευθεία. Είναι θέμα αν στρίψαμε 4-5 φορές τόσες μέρες.

Το πρωί, η ψύχρα θυμίζει τον χειμώνα τους, που μάλλον δεν χαρίζεται ούτε καν χαμογελά. Πρέπει να είναι άγριος πολύ. Γι’αυτό οι ντόπιοι φοράνε ακόμη και τον Αύγουστο μπότες γυριστές στο τελείωμα, μπροστά, με γούνα μέσα. Κι από πάνω ρόμπες μεταξωτές, δεμένες στη μέση. Το χειμώνα, φαντάζομαι, με καπέλα ρηχά ή βαθιά, με γούνα.

Κατά τις 11:00, τον Αύγουστο, αγγίζουμε τους 20-22 βαθμούς και το μεσημέρι, εκεί, στις 14:00-15:00 φτάνουμε τους 27-28 που τους νιώθεις για 31+.

Ο ήλιος είναι παράξενος. Ή κάνει μια αλλόκοτη χημεία με τη γη, την επιφάνεια. Το είδα στις φωτογραφίες που τράβηξα. Όλες χάλια φωτισμένες, με ελλιπή διαύγεια. Όχι σαν το διάτρητο φως της Ινδίας ή του Νεπάλ. Σα να μη φτάνει κι ο ίδιος ο ήλιος για όλα αυτά τα χιλιόμετρα: 1.564.116 τ.χλμ. τον αριθμό. Για σχεδόν 4 εκατομμύρια ανθρώπους, διάσπαρτους σε κάθε πιθανό σημείο. Η πιο αραιοκατοικημένη χώρα στην Γη.

Φως παντού, παράξενο. Γη που στον Βορρά είναι καταπράσινη με δάση ακόμα κι όσο κατηφορίζεις στο κέντρο, δίνει τη θέση της σε ατελείωτες απόλυτες κοιλάδες με κοντό γρασίδι, στο βάθος λοφίσκοι και παραπέρα ουρανός που αν τον κοιτάξεις στα πεταχτά, τον περνάς για θάλασσα! Όχι, η Μογγολία δεν έχει θάλασσα. Στον Βορρά την σημαδεύει η Ρωσία και στον Νότο η Κίνα. Στην Μέση Γκόμπι, οι αχαρτογράφητες διαδρομές είναι σκληρό χώμα κυρίως, με πολλά σκαμπανεβάσματα και λακούβες.

Στην Νότια Έρημο Γκόμπι το σκηνικό αλλάζει. Ξεροτόπια. Με θάμνους χαμηλούς, με 10-20 μπουκέτα από αυτό το κρεμμυδάκι που πουλά το σούπερ μάρκετ στο τμήμα ντελικατέσεν, που το ψιλοκόβεις και διακοσμείς τις σαλάτες. Βγήκα από το βαν κι αναφώνησα: Ποιος μαγειρεύει; Μυρίζει κρεμμύδι. Γέλασαν όλοι. Το σκληρό χώμα γίνεται μαύρο χαλίκι που σε αγριεύει κι ακόμη πιο νότια, μαλακή άμμος.

Παντού τρύπες μέσα στη γη για τις μαρμότες που θα τις δεις σαν σκιουράκια ή σουρικάτες να τρέχουν φουντωτές μπροστά στα λάστιχα, από τρύπα σε τρύπα. Και τσουπ, εξαφανίστηκε!

Α, για να μην το ξεχάσω: τουαλέτα δεν υπάρχει στην Έρημο φυσικά. Γιοκ! Οπότε όσο είσαι στον Βορρά κι υπάρχουν στη άκρη του δρόμου αναχώματα, αυλάκια κλπ., είναι «καλά» γιατί δίνεις μία, πηδάς μέσα, τα κατεβάζεις και τελείωσε. Όσο κατευθύνεσαι όμως προς τον Νότο που δεν έχει θαμνάκι για να κρυφτεί ούτε η μαρμότα που λέγαμε πιο πάνω, εκεί, απλώς τα κατεβάζεις και χαιρετάς με στιλ τα βανάκια του κομβόι σου που περνάνε και διακρίνεις κάτι γέλια πίσω από το φιμέ τζάμι. Αμέ! Γνωριστήκαμε καλά σε αυτό το ταξίδι : )

Αξιοθέατα, με αυτή την έννοια, δεν έχει ιδιαίτερα να επιδείξει η Μογγολία, η πατρίδα του Τζένγκις Χαν, του Κουμπλάι Χαν και των ανθρώπων που υπήρξαν (και ίσως είναι ακόμα) ανθεκτικοί, σκληροί, αδίστακτοι, πολεμιστές στην ψυχή. Από την πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ με το εργοστάσιο του λιγνίτη, την έντονη κίνηση, τα ασθενοφόρα, τα αριστεροτίμονα και δεξιοτίμονα αυτοκίνητα, τις πολυκατοικίες τύπου σοβιέτ, τους ουρανοξύστες, την κεντρική πλατεία με το μνημείο του τρομερού κατακτητή Τζένγκις Χαν, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ό,τι πρέπει για τους παλαιοντολόγους και τους λάτρεις των (σκελετών) δεινοσαύρων, έμεινα άναυδη με το πιο σημαντικό μοναστήρι του τόπου: το Μοναστήρι Γκαντάν. Η λέξη «γκαντάν» σημαίνει το μεγάλο μέρος της απόλυτης ευτυχίας! Πράγματι, οι μοναχοί βουδιστές, για μένα, είναι αυτό το απόλυτο κομμάτι. Τους πετύχαμε σε τελετή, η οποία συμβαίνει μόνο μια φορά τον χρόνο, υπαίθρια. Ο όρθιος χρυσός βούδας με έλουσε με δέος που ακόμη «κουβαλώ» μέσα μου. Ναι, τον φωτογράφισα άπειρες λήψεις, παρά το απαγορευμένο του πράγματος, και καμία αξιόλογη.

Επόμενη στάση, κατηφορίσαμε στο Καρακορούμ, το «μαύρο χαλίκι». Στο Κορακορούμ, το Μοναστήρι Ερντενεζούου με τις 108 στουπίτσες (!) μας χάρισε στη μια αίθουσα τους βουδιστές μοναχούς την ώρα που «διάβαζαν». Περάσαμε και από το Μουσείο του Κορακορούμ και τη γιούρτα, εξωτερικά, με τα παραδοσιακά προϊόντα, αντικείμενα, φορεσιές. Στην πόλη Μπαϊανζάνγκ οργώσαμε τα ερείπια του Μοναστηριού Όντζι. Μπήκαμε για τα καλά στην Έρημο Γκόμπι. Νοτίως, περπατήσαμε, ανηφορίσαμε, «κατακτήσαμε» τους «φλεγόμενους» πύρινους βράχους, περάσαμε στην Όαση Κόνγκορ την οποία φλερτάραμε πάνω στις βακτριανές καμήλες (με τους δύο ύβους), ανεβήκαμε ξυπόλυτοι στην κορυφή των αμμόλοφων σκεπασμένοι από μυριάδες κόκκους άμμου, αριστερά προχωρήσαμε προς την Κοιλάδα Γιόλιν Αμ με το φαράγγι και τα κατακόρυφα βράχια να μας σκεπάζουν αγριευτικά και δυτικότερα, στην άχαρη πόλη Νταλανζαντγκάντ, πριν επιστρέψουμε με εσωτερική πτήση (μας έσωσε η Hunnu Air) στην Ουλάν Μπατόρ. Κάπου καβαλήσαμε άλογα μογγόλικα, κρατήσαμε αετούς ασήκωτους, ισορροπήσαμε σε καμήλες… Τι Χρόνος…

Τα σπίτια στην Μογγολία, όσα δεν είναι χτισμένα ή λυόμενα, ακολουθούν σταθερά το ίδιο σκεπτικό: Περίφραξη από πέτρες ή ξύλινο φράχτη και μέσα, μια λευκή στρογγυλή γιούρτα, έτοιμη να την «λύσεις» και να πας παρακάτω.

Στον πηγαιμό, αποκλειστήκαμε για 11 1/2 ολόκληρες ώρες στο «στοιχειωμένο» αεροδρόμιο Μανάς, στην πρωτεύουσα Μπισκέκ του Κιργκιζστάν. Βγήκαμε κι εκτός. Άλλη μια σφραγίδα για το διαβατήριο : ) Σοβιέτ, πεντακάθαρη πόλη, όμορφοι κήποι. Λίγο πιο έξω, παρακμή και φτώχεια, παλιοσίδερα κι αλουμινένιες σκέπες.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει, για μένα, η σημαία της Μογγολίας με το πανέμορφο ισχυρό γεωμετρικό σύμβολο Σογιόμπο: φωτιά στην κορυφή, ο ήλιος, σελήνη και η δυαδικότητα του γιν-γιανγκ. Κάτι ακόμα που μου τράβηξε την προσοχή στις πολύωρες αχαρτογράφητες χωμάτινες διαδρομές μας μέσα στην Έρημο Γκόμπι, ήταν τα «τοτέμ» των Σαμάνων, τα λεγόμενα “Ovoo”, που απαντούσες εδώ κι εκεί στην «ερημική» διαδρομή, δίπλα στα άπειρα κοπάδια από άλογα, καμήλες, αγελάδες, πρόβατα και κατσίκια που βόσκουν ανενόχλητα. Ευτυχισμένα ζώα. Τα σαμάνικα τοτέμ ένιωθες ότι μαγνητίζουν ενέργεια, ευχές και κατάρες. Με εκατοντάδες πέτρες, η μια πάνω στην άλλη, πυραμιδωτά, σα να μορφώνουν σκιάχτρα, και συνήθως με μπλε ή λευκές λωρίδες υφάσματος δεμένες στο τελείωμα, στην κορυφή, να ανεμίζουν.

Δεν ξέρω πώς να κλείσω την αφήγηση αυτού του τόσο ιδιαίτερου ταξιδιού. Τι μου έκανε εντύπωση; Μα η Γη, το απέραντο, το απόλυτο, το πιο δυνατό από εσένα να σου θυμίζει τη «μικρότητά» σου, ότι δεν υπάρχεις, ότι δεν είσαι σημαντικός, ούτε καν υπαρκτός πολλές φορές! Αν είμαι τρελή; Χα χα. Με μία λέξη, τι με έκανε να νιώσω, το ταξίδι στην Μογγολία; Όλο αυτό το χάος, η διαδρομή της ευθείας, των χρωμάτων, του φωτός που έμπαινε κι έβγαινε από το κουτί χωρίς κανένα εμπόδιο, κανένα κτίριο, τίποτα δυτικό, τίποτα πειραγμένο, τίποτα «ξένο»; Αισιοδοξία!

Φοίβη.-

#ροζδύναμη

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *