Είμαι η Ελένη και όταν έχω χρόνο, γράφω. Για ό,τι τύχει και ό,τι προκύψει. Προτιμώ το αλμυρό από το γλυκό, την bitter από τη γάλακτος και τους θετικούς ανθρώπους από τους γκρινιάρηδες. Αν με κάνεις να γελάσω και αν με πείσεις, με κέρδισες.

Η φετινή χρονιά φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της. Και καθώς πλησιάζει, παρατηρείς λίγο παραπάνω τα παιδιά σου και τους γονείς σου. Συνειδητοποιείς ότι τους βλέπεις να μεγαλώνουν, και τους μεν και τους δε. Στα παιδιά η αλλαγή είναι ορατή, απτή, γιατί μεγαλώνουν και «μεγαλώνουν» κυριολεκτικά. Στους γονείς σου όμως οι αλλαγές είναι διαφορετικές. Είναι μικρές, ανεπαίσθητες αλλαγές, καμιά φορά δύσκολα ανιχνεύσιμες, οι οποίες θέλουν λίγο πιο καθαρή ματιά και μπόλικη ηρεμία για να τις αντιληφθείς. Αλλαγές που διαμορφώνουν άλλες ισορροπίες. Εκεί που ήξερες ότι ανησυχείς για Χ πράγματα, τώρα πρέπει να ανησυχείς για 2Χ. Και δεν το πιστεύεις κιόλας… Γιατί; Πότε έληξε η περίοδος χάριτος; Γιατί δεν ειδοποιήθηκα; Όλα μας τα προλαβαίνουν χαιρέκακα, για αυτό τίποτα. Καμμία προειδοποίηση. Μουγκαφόν. Πρόκειται, βέβαια, για συνωμοσία. Για μπανανόφλουδα που πατάς αυτοκρατορικά και ξεγυρισμένα.

Λοιπόν όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Έχουμε φτάσει πλέον στην ηλικία που πρέπει να προσέχουμε τους γονείς μας όπως προσέχουμε τα παιδιά μας.  Που πρέπει να έχουμε την έννοια των γονιών όπως έχουμε την έννοια των παιδιών. Που συλλαμβάνουμε εαυτούς να μιλάμε με τον ίδιο τρόπο στους προγόνους και στους απογόνους μας.

Εσείς επιμένετε και παρακαλάτε τους δικούς σας;

«Έλα, αγόρι μου, να διαβάσεις». «Είναι ώρα να διαβάσεις». «Έλα, διάβασε για χάρη μου. Δεν είναι πολλά, γρήγορα θα τελειώσουν». Αυτά λέω στο γιο μου. Τα λέω τρία χρόνια ήδη, υπολογίζω άλλα εννέα ακόμα.

«Μπαμπάκα μου, πότε θα κλείσεις το ραντεβού για την κολονοσκόπηση;» «Μπαμπά μου, πήρες το γιατρό;» «Μήπως βρήκες το τηλέφωνο;» «Μπαμπά, τι μου υποσχέθηκες;» Αυτά στον μπαμπά μου.

Εσείς μιλάτε με ενθάρρυνση και υπομονή;

Ας πούμε όταν είναι να κάνει η μικρή ένα εμβόλιο ή αιματολογικές. «-Όχι, δε θέλω.»  «Όχι, δεν μπορώ». «Φοβάμαι, μαμά.» Μισή ώρα με ατάκες «Έλα κοριτσάκι μου, έλα μωρό μου, θα τα καταφέρεις, δεν είναι τίποτα, ένα μικρό τσιμπηματάκι είναι.»

Ή όταν η σούπερ ντούπερ μαμά παραπονιέται ότι την πονάνε οι καρποί και τα χέρια της και ότι την ενόχλησε η μέση της γιατί «μάλλον έχει υγρασία», και όχι επειδή ήθελε να μαζέψει τα χαλιά μόνη της, να κατεβάσει, να πλύνει και να ξανακρεμάσει τις κουρτίνες. Κι εγώ με υπομονή και αποδοχή λέω «ναι, βέβαια, έχει τρομερή υγρασία», «μήπως κουράστηκες; δεν έπρεπε να κουραστείς τόσο» και «ίσως να το παίρνεις πιο μαλακά;».

Εσείς κάνετε χαρακίρι στο τραπέζι; Κάθε πότε;

«-Εγώ δεν το τρώω αυτό. -Μην το φας. -Πάρτο από μπροστά μου. -Θα το πάρω. -Βρωμάει.   -Το παίρνω, λέμε.» Και εξοστρακίζω τη φέτα στην άλλη άκρη του τραπεζιού για χάρη του γιου μου.

«Καλά έβαλες σκόρδο στην παντζαροσαλάτα;;!!;; -Και βέβαια έβαλα. Γίνεται παντζαροσαλάτα χωρίς σκόρδο;; -Εγώ δεν το τρώω! -Από πότε δεν τρως σκόρδο; -Δεν το τρώω, με πειράζει.  -Και εγώ που να το ξέρω ότι τώρα σε πειράζει; – Εγώ δε θα φάω. -Καλά. -Να μην ξαναβάλεις.» Και κάπως έτσι η μαμά μου απαιτεί να ξεχάσω αυτά που ήξερα. (Λες να θέλει να φτιάξω τσάκα-τσάκα KAI μια σκόρδο-free;)

Τώρα το ότι γενικότερα μιλάμε έτσι είναι μια άλλη μεγάλη και πολύ πονεμένη ιστορία. Γιατί μας έχει φάει το psychologically correct. Ενώ κανονικά πρέπει να βάλεις σε όλους ένα βρωμόχερο και να πεις «τα πράγματα θα γίνουν έτσι, τελεία και παύλα». Να ξυπνήσει μέσα σου ο γκάουλάιτερ, να μπει μια τάξη. Να γλυτώσεις από την ψυχολογική κορεκτίλα και όλες τις συνέπειές της, όπως την τρομερή επένδυση σε χρόνο. Αλλά τελικά δεν εκρήγνυσαι και συνεχίζεις.

Για αυτό σας λέω. Αν αυτά σας ακούγονται οικεία, πάρτε το απόφαση. Δεν υπάρχει επιστροφή. Το έχουμε χάσει το τρένο. Πλέον προσέχουμε τους γονείς μας όπως προσέχουμε τα παιδιά μας.

#ροζδύναμη

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *