Είμαι η Ελένη και όταν έχω χρόνο, γράφω. Για ό,τι τύχει και ό,τι προκύψει. Προτιμώ το αλμυρό από το γλυκό, την bitter από τη γάλακτος και τους θετικούς ανθρώπους από τους γκρινιάρηδες. Αν με κάνεις να γελάσω και αν με πείσεις, με κέρδισες.

Τα παιδιά που γεννηθήκαμε μετά την Μεταπολίτευση δε νιώσαμε τη σημαία. Το δηλώνω ευθαρσώς, δε θυμάμαι πότε είδα ελληνική σημαία να κυματίζει ζωντανά μπροστά μου πρώτη φορά. Μεγαλώσαμε και υπήρχε διάχυτο ένα ταμπού στη χρήση και στην προβολή της σημαίας. Δεν τη βγάζαμε στο μπαλκόνι. Θυμάμαι που ρώτησα κάποια στιγμή γιατί εμείς δε βγάζουμε σημαία και η απάντηση ήταν κάτι σαν «θα μας πούνε χουντικούς». Η πληροφορία δε με βοήθησε και πολύ, έπρεπε να μεγαλώσω λίγο ακόμα για να το καταλάβω.

Το ταμπού υπήρχε στη χρήση της ελληνικής σημαίας. Και μόνο αυτής. Γιατί θυμάμαι τα 80ς γεμάτα σημαίες κατά τη διάρκεια των προεκλογικών αγώνων, σημαίες ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Σημαίες μεγαλύτερες από αυτούς που τις κρατούσαν. Κομματικές σημαίες κολλημένες σε καπό και ουρανούς αυτοκινήτων και βαλμένες σαν λάβαρα σε τρακτέρ. Αλλά δε θυμάμαι τις ελληνικές. Η χρήση της ελληνικής από το λαό ήταν περιορισμένη. Την έβλεπες στις παρελάσεις μόνο, όταν κράταγαν σημαιάκια τα δίχρονα και τα τρίχρονα και τα ανέμιζαν χαριτωμένα.

Έτσι έμαθα, αυτό έβλεπα, αυτό κάνανε όλοι, δε μου έκανε εντύπωση. Μέχρι που άρχισα να ταξιδεύω για επαγγελματικούς λόγους συχνά έξω. Και εκεί είδα τους Δυτικοευρωπαίους να αγαπάνε τη σημαία τους. Ποδοσφαιρικός αγώνας: σημαία. Μουντιάλ: σημαία. Εθνική εορτή: σημαία. Διεθνές συνέδριο: σημαία. Εκεί κατάλαβα ότι είναι άνετοι οι άνθρωποι με τη σημαία τους, με το συμβολισμό της και με τη σημειολογία της. Αντιθέτως, εμείς ήμασταν βουτηγμένοι σε ένα ενοχικό ψυχολογικό κόμπλεξ για την προβολή της. Κόμπλεξ μεγαλύτερο και από αυτό των Γερμανών για το Β’ Παγκόσμιο. Πολύ δημοσιογραφικό μελάνι πολιτικής ορθότητας για τη σημαία θα μπορούσε να έχει χυθεί, αλλά το “τραύμα” ήταν τόσο βαθύ και έντονο που το θέμα παρέμενε στο απυρόβλητο.

Και ύστερα ήρθε ο έρωτας. Τον λέγανε 2004. Μέσα σε ένα χρόνο άλλαξαν πολλά. Ο Έλληνας θυμήθηκε τη σημαία και άρχισε να συμφιλιώνεται μαζί της. Το Euro στην Πορτογαλία έβαλε τους ενθουσιασμένους Έλληνες να τρέχουν στους δρόμους τυλιγμένοι με τις σημαίες. Και μετά οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Εκεί να δεις σημαίες και κακό. Αναμφισβήτητα το 2004 ήταν η χρονιά που απενοχοποιήθηκε η σημαία και η χρήση της για “εθνικούς” λόγους.

Δεν είναι ιδέα μου ότι τα τελευταία δέκα χρόνια βλέπω όλο και περισσότερες σημαίες στα μπαλκόνια κάθε Μάρτιο και Οκτώβριο. Ο κόσμος βάζει τη σημαία στο μπαλκόνι χωρίς να σκέφτεται διπλά και τριπλά. Ίσως γιατί αυτοί που τη βάζουν είναι σαν κι εμένα: παιδιά της Μεταπολίτευσης που τη βλέπουν ως φόρο τιμής στους πεσόντες των εθνικών επετείων.

Από την περασμένη εβδομάδα, κομβικά σημεία στους δρόμους είχαν γεμίσει εμπόρους με σημαίες. Οι ίδιοι που, λίγες μέρες πριν, πουλάγανε χαρταετούς. Ήταν πολύ εύκολο να πάρεις μία. Ενώ, αν ήθελες σημαία το 2000, έπρεπε να πας στον Κοκκώνη. Φέτος λοιπόν, η σημαία έγινε “ιν”. Φορέθηκε πολύ. Καλύτερα, κρεμάστηκε πολύ. Φέτος κλείσαμε 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Ελλείψει άλλων δυνατοτήτων εορτασμού, λόγω της πανδημίας, ο μοναδικός τρόπος να εκφραστούμε ήταν η σημαία στα κάγκελα.

Σήμερα έχουν περάσει τρεις μέρες από την 25 Μαρτίου. Οι σημαίες είναι ακόμα στα μπαλκόνια. Περίεργο; Ευχάριστο; Γιατί άραγε είναι ακόμα εκεί; Το έχουμε ανάγκη; Αντλούμε δύναμη; Βαριόμαστε να τη μαζέψουμε; Την κρατάμε περισσότερο γιατί είναι “τα 200 χρόνια”, τιμής ένεκεν; Μας χτύπησε η καραντίνα στο κεφάλι; Άγνωστον.

Το σίγουρο είναι ότι πλέον δεν ντρεπόμαστε. Μάλλον μεγαλώσαμε και δε φοβόμαστε πια.

#ροζδύναμη

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *