Είμαι η Ελένη και όταν έχω χρόνο, γράφω. Για ό,τι τύχει και ό,τι προκύψει. Προτιμώ το αλμυρό από το γλυκό, την bitter από τη γάλακτος και τους θετικούς ανθρώπους από τους γκρινιάρηδες. Αν με κάνεις να γελάσω και αν με πείσεις, με κέρδισες.

“Δεν είναι δικό σου!”

Το τρίτο ιδιαίτερο κύλησε ομαλά. Η μαμά του Γιωργάκη ήταν σπίτι! Η μόνη σκιά στο μάθημά μας ήταν ότι ο Γιωργάκης δεν είχε κάνει καθόλου Hausaufgaben. Άρχισα λοιπόν το μάθημα και τον έβαλα να κάνει εκείνη την ώρα τις εργασίες, μαζί μου, για να μην έχει τα διπλά. Όλα φαινόντουσαν ήρεμα, το μάθημα τέλειωσε μια χαρά, αλλά επρόκειτο για την ηρεμία πριν την καταστροφική καταιγίδα της επόμενης φοράς.  

Η επόμενη φορά ήταν και η καθοριστική. Και όπως αποδείχτηκε, η τελευταία.

Η μαμά του Γιωργάκη έλειπε. Ωστόσο, δεν τον είχε αφήσει τελείως μόνο. Ήταν στο σπίτι η γειτόνισσα, εν είδει μπειμπισίτερ, η οποία μου άνοιξε την πόρτα και με υποδέχθηκε. Μετά κάθησε στο χωλ και διάβαζε το περιοδικό της. Το μάθημα ξεκίνησε με τον Γιωργάκη σε κέφια. Δεν καθόταν στην καρέκλα, αλλά χοροπηδούσε γύρω μου. Είχε πάρει την απόφαση να τα παίξει όλα για όλα. Σήμερα θα με έφτανε στο σημείο  να «παραιτηθώ».  Έτσι νόμιζε! Όταν κάθισε στην καρέκλα πήρε το μολύβι (ένα επίτηδες εξαιρετικά καλοξυσμένο) και το έμπηξε στο βιβλίο των γερμανικών σπρώχνοντας προς τα κάτω και σκίζοντας με τη δύναμή του τέσσερις σελίδες. Το κατακρεούργησε. Εγώ ατάραχη, πόκερ φέις, «Γιωργάκη μου, δεν πρέπει να χαλάμε τα βιβλία!». Μέσα μου βέβαια έβραζα, γιατί δεν αντέχω την κακοποίηση του βιβλίου, αρρωσταίνω, παθαίνω αμόκ άμα σε δω να τσαλακώνεις, σκίζεις, πετάς ή καις βιβλίο. Είναι για εμένα προσωπικά, μέχρι σήμερα, ύβρις.

Είτε μίλαγα, είτε δε μίλαγα, το ίδιο. Σηκώθηκε πάλι από την καρέκλα, άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στο δωμάτιο, να φωνάζει, να με κοροϊδεύει, ό,τι και να έλεγα εγώ, ο μικρός μπαινάκης – βγαινάκης. Κάπου υπήρχε ένα κασετόφωνο, πατάει το πλέι και το βάζει στη διαπασών. Πάνω σε ένα ράφι είχε ένα ρομπότ παιχνίδι, πατάει και εκεί το on, αρχίζει το ρομπότ τα διαστημικά, χρατς χρουτς, φςςςς. Εγώ σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που θα έπρεπε να αποφασίσω τι να κάνω με τον μικρό τρομοκράτη,  σκεφτόμουν «αυτό το ρομπότ είναι παιχνίδι από τη δική μου παιδική ηλικία και όχι σύγχρονο», «πως βρέθηκε εδώ;» και «πως δουλεύει ακόμα αυτό τόσο τέλεια, σε εμάς είχαν χαλάσει όλα»

Ο Γιωργάκης με ταχύτητα επιπέδου κ@λοπιλάλας ανεβαίνει στο κρεβάτι του και αρχίζει να χοροπηδάει, κάνοντάς το κρεβάτι τραμπολίνο. Δεν έχει γυριστεί ακόμα το θρίλερ που θα μπορούσε να αποτυπώσει την έκφραση και τη δυναμική του Γιωργάκη εκείνη τη στιγμή. Η γειτόνισσα, είμαι σίγουρη, άκουγε τον χαμό, αλλά επέλεξε να μην εισέλθει στην εμπόλεμη ζώνη. Εγώ, με ήρεμο τόνο (δεν με έπαιρνε και διαφορετικά), προσπαθούσα να τον κατευνάσω και να τον βάλω να κάτσει κάτω. Με τον ηχητικό χαμούλη γύρω μου, μην ξεχνιόμαστε, το κασετόφωνο στο τέρμα και το ρομπότ.

Κάποια στιγμή, κατεβαίνει ο μικρός από το κρεβάτι, σκύβει και μπαίνει από κάτω. Σκέφτομαι «τώρα θα κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι». Λάθος! Βγαίνει έξω, τραβώντας την ηλεκτρική σκούπα. Μένω στήλη άλατος! Ερωτώ: ποιος βάζει την ηλεκτρική σκούπα κάτω από το κρεβάτι; Το ζω αυτό ή είμαι κάπου αλλού, σε ένα παράλληλο σύμπαν; Κακώς έπιασα τα φιλοσοφικά ερωτήματα και δεν ήμουν σε εγρήγορση. Ο Γιωργάκης αρπάζει την ατσαλένια σωλήνα της σκούπας και μου δίνει δυο απανωτά χτυπήματα στο κεφάλι. Τόσο δυνατά που ένιωσα να ζαλίζομαι. Αστεράκια είδα! Το ένστικτο της επιβίωσης (γιατί πλέον η ζωή μου ήταν σε κίνδυνο) ξύπνησε και του πήρα από το χέρι τη σωλήνα. Το ομολογώ: ήμουν έτοιμη να του κοπανήσω κι εγώ το κεφάλι. Μια φωνή όμως μέσα μου φώναξε: «Μην το σκοτώσεις, Ελένη, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ!!» Με ένα εκπληκτικό ελιγμό, ο μικρός εξαφανίζεται από μπροστά μου και βγαίνει στο μπαλκόνι.

Μπαλκόνι σε πολυκατοικία στο κέντρο. Πλάτος μπαλκονιού εβδομήντα πόντοι, μήκος τέσσερα μέτρα. Κοτετσόσυρμα μέχρι το 1,60μ. Ωραίος, εμπιστεύσιμος, ασφαλής χώρος. Τι κάνει η Frau; Βγαίνει έξω στο μπαλκόνι να κυνηγήσει το παιδί; Nein, η Frau Eleni μένει μέσα στο δωμάτιο, κλείνει την μπαλκονόπορτα, τραβάει την κουρτίνα και φυλακίζει τον Γιωργάκη στο μπαλκόνι.

Περνάει ένα λεπτό, περνάνε δύο λεπτά. Για τον Γιωργάκη όμως ο χρόνος απέκτησε άλλη διάσταση και τα λεπτά έγιναν ώρες. Μόλις κατάλαβε ότι δεν τον κυνηγάει κανείς, ότι δεν τον ψάχνει κανείς, ότι κανείς δε βγαίνει έξω, τον έζωσαν τα φίδια. Άρχισε να φωνάζει, «θέλω να μπω μέσα», αλλά δεν έπαιρνε απάντηση. Τον άφησα άλλο ένα βασανιστικό λεπτό και τράβηξα την κουρτίνα. Με κλειστή την μπαλκονόπορτα τον ρωτάω «Τι θέλεις Γιωργάκη;» «Να μπω μέσα». «Πρέπει να πεις συγγνώμη.» «Όχι!» Ξανακλείνω την κουρτίνα και φεύγω από το δωμάτιο, πάω στο χωλ να βρω τη γειτόνισσα. Η γειτόνισσα με κοίταζε με απορία και θαυμασμό. Ξαναγυρνάω στο δωμάτιο, ανοίγω την κουρτίνα και του φωνάζω «μόλις πεις συγγνώμη, θα μπεις μέσα». Έρχεται κοντά και μουρμουράει κάτι στα σανσκριτικά. Του λέω «Δεν ακούω τίποτα!». Λέει επιτέλους «Συγγνώμη!».  Ανοίγω την πόρτα, μπαίνει μέσα, τρέχει στο χωλ και πέφτει μέσα στην αγκαλιά της γειτόνισσας νιαουρίζοντας. «Λοιπόν τελειώσαμε για σήμερα», λέω σοβαρά στη γειτόνισσα, «Γιωργάκη, θα τα πούμε την Παρασκευή, αγοράκι μου!».

Έφυγα από το σπίτι και περπατώντας στο πεζοδρόμιο αισθανόμουν σαν τους ήρωες στα action movies που περπατάνε και πίσω τους γίνονται εκρήξεις, σκάνε ατομικές βόμβες, γκρεμίζονται γέφυρες και αυτοί απομακρύνονται ατάραχοι με ένα απαθές μειδίαμα νίκης.

Έχει και συνέχεια…. (όχι όμως τέτοια υπερπαραγωγή)

#ροζδύναμη

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *