Είμαι η Μαρίνα και συστήνομαι ως φιλόλογος. Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά προτιμώ τους τόπους που διατηρούν ρυθμούς αλλοτινών εποχών. Με ενδιαφέρει ό,τι με εξελίσσει ως άνθρωπο, μου αρέσουν τα βιβλία και η μουσική και με γοητεύουν οι αυθεντικοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι. Κάποτε, υπογράφω τα κείμενά μου με το ψευδώνυμο Μαρίνα Σαντόρο, εμπνευσμένο από τις Gorjuss, τις κούκλες χωρίς στόμα, γιατί  πιστεύω ότι τα μάτια είναι αυτά που μιλούν, και όχι το στόμα.

Ένα μυθιστόρημα για την ιδέα της εικόνας, της μεγάλης εικόνας…

Στα παιδιά του Κάϊν,
μια παρέα έξι παλιών φίλων επιστρέφουν στον τόπο των καλοκαιρινών τους διακοπών, σε κάποιο νησί του Ιονίου, τριάντα χρόνια μετά. Εκεί, 50άρηδες πλέον, ανακαλύπτουν την αποξένωσή τους από το ίδιο το περιβάλλον, καθώς το άλλοτε παρθένο μέρος της ενηλικίωσής τους έχει μεταμορφωθεί σε τουριστικό θέρετρο. Ταυτόχρονα, όμως, συνειδητοποιούν την απόσταση που υπάρχει μεταξύ της παρέας, η οποία αντικατοπτρίζει το εσωτερικό κενό που αισθάνονται οι ήρωες, αν και επαγγελματικά πετυχημένοι και καταξιωμένοι.

Ο Παναγιωτόπουλος αρχίζει τη συγγραφή των Παιδιών του Κάϊν το 2004, εποχή που η Ελλάδα βιώνει πολύ έντονα τη νοοτροπία του lifestyle στο πλαίσιο της ευδαιμονίας που προσέφερε η οικονομική ευημερία, και την ολοκληρώνει επτά χρόνια μετά, όπου τον προλαβαίνει η οικονομική κρίση εκτιμώντας διορατικά και την πνευματική κρίση, όπερ και εγένετο. Γι’ αυτό προφανώς, επιλέγει να εντάξει στο μυθιστορηματικό του κάδρο την τριαντακοταετία 1979-2009, για να αναδείξει το χάσμα μεταξύ των νεανικών αναμνήσεων και του σήμερα.

Τα πρόσωπα συστήνονται στον αναγνώστη μέσω των κοινωνικών τους ρόλων, η Αντιγόνη ως πανεπιστημιακός, η Ειρήνη ως έμπορος στην οικογενειακή επιχείρηση, ο Σάκης ως φωτογράφος, ο Πέτρος ως διαφημιστής και η Σοφία ως διορθώτρια – ο πιο ταπεινός χαρακτήρας της παρέας. Για το έκτο μέλος, τον Χρήστο, οι βιογραφικές πληροφορίες είναι λιγοστές μια και ο συγγραφέας επιλέγει να «χρησιμοποιήσει» τον υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες θάνατό του σαν γέφυρα ανάμεσα στις αφηγήσεις του χθες και του σήμερα. Έτσι, μέσω αυτής της ταλάντευσης στον χρόνο, αποκαλύπτεται το ήθος και η διάνοια των χαρακτήρων και η εξέλιξη της δυναμικής της παρέας.

Το ζωντανό σκηνικό συντελεί καθοριστικά στην ένταξη των ηρώων στον χωροχρόνο. Ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του τους ήρωες, τους ακούει να συνομιλούν, καθώς το στοιχείο της προφορικότητας είναι πολύ έντονο με τους συνεχείς διαλόγους, που αναπτύσσουν έντονη δράση. Το σκηνικό αυτό εμπλουτίζεται με αναφορές στη ζωή των κατοίκων της επαρχίας – ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία του ονόματος του χωριού «Καινούργιο» στο οποίο η παρέα ανταμώνει και πως αυτό συνδέεται με τον τίτλο του μυθιστορήματος – και κινηματογραφικές αναφορές, καθώς στο νησί φιλοξενείται εκείνες τις μέρες πανευρωπαϊκό σεμινάριο σεναρίου.

Χάρη στην ικανότητα του ορθού χειρισμού της γλώσσας από τον συγγραφέα, το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από αφηγηματική ευστοχία, όσο και αν στην αρχή ο αναγνώστης αισθάνεται ότι οι αφηγήσεις με μορφή μικρών κεφαλαίων που στην αρχή με δυσκολία μπορεί να συνδέσει, παρεισδύουν κάπως ανιαρά. Στην ίδια άλλωστε αίσθηση συντελεί πολλές φορές και ο χώρος που δίνει ο Παναγιωτόπουλος στους δευτερεύοντες χαρακτήρες του, κάτι που θυμίζει έντονα κινηματογραφικό σενάριο. Ούτως ή άλλως, με αυτό το μυθιστόρημα ο Παναγιωτόπουλος προβάλλοντας το ιδεολογικό κενό και την ιδέα της ψεύτικης εικόνας, καταφέρνει να φέρει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τα ηθικά του όρια και να τον προβληματίσει για την ιδιότυπη ηθική που διαμορφώνει στις κοινωνίες ο υλικός ευδαιμονισμός. Ενίοτε, με λυτρωτικά μηνύματα!

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, γεννημένος στην Αθήνα το 1963, σπούδασε Τεχνολόγος Μηχανικός, κατά το παρελθόν εργάστηκε ως καλλιτεχνικός συντάκτης, ενώ τα τελευταία είκοσι και κάτι χρόνια έχει αφοσιωθεί στη συγγραφή σεναρίου και πεζογραφίας.


Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *