Γειά! Είμαι η Μαρίνα και ανάμεσα σε τόσα άλλα πράγματα αγαπώ να διαβάζω και να λέω ιστορίες. Κάπως έτσι θα τα συνδυάσω συστήνοντας αγαπημένα μου βιβλία.

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε στην Αθήνα, στη νότια Γαλλία και αποφοίτησε στη Γενεύη με το δίπλωμα Μεταφραστών και Διερμηνέων (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Πρωτοδημοσίευσε ποίημά της σε ηλικία δεκαεπτά ετών στην «Καινούρια Εποχή». Ο Νίκος Καζαντζάκης, νονός της, είχε στείλει γράμμα στον διευθυντή της Καινούργιας Εποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Άρθρα της για την ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες σε όλο τον κόσμο. Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και βρίσκονται σε παγκόσμιες ανθολογίες.  Έχει μεταφράσει Σαίξπηρ, Πούσκιν, Μαγιακόφσκι και άλλους.

Το 1985 της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 2000 το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της. Εξέδωσε 18 ποιητικές συλλογές. Το 2014 από τις εκδόσεις Καστανιώτη εκδόθηκε το «Ποίηση 1963-2011 (ανθολογία)».

από συνεντεύξεις της :

«Γεννήθηκα στα Εξάρχεια, Μεταξά και Μεσολογγίου. Και να που με τα χρόνια πάλι εδώ επέστρεψα, ψηλά στην Ασκληπιού όπου ζω τώρα. Τα θυμάμαι, όταν ήμουν κορίτσι, ως μία πολύ συμπαθητική γειτονιά του κέντρου, όπου έμεναν αρκετοί φοιτητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων κ.λπ., απλοί, φιλικοί, δίχως την κολωνακιώτικη υπεροψία που παραμόνευε λίγα στενά παραπάνω. Μένω στο νοίκι, μόνη ιδιοκτησία  το εξοχικό μας στην Αίγινα με τις φιστικιές, ο μικρός  παράδεισος. Έναν παράδεισο που χρωστώ, ουσιαστικά, σε μία καταστροφή»  μια κι ο πατέρας της το είχε πάρει το ’23 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών – είχαν μεγάλη περιουσία στα Δαρδανέλλια οι παππούδες, αλλά τότε χάθηκαν όλα «Αγαπούσε, ξέρετε, πολύ τη γη και πέρασε και σε μένα αυτή την αγάπη. Δυστυχώς, βέβαια, λόγω υγείας δεν μπορώ πια να ταξιδέψω στο νησί κι αυτό μου έχει στοιχίσει.   «Ανατολίτης» ο πατέρας, «δυτική» η μητέρα, μια και ήταν από την Πάτρα, που στην εποχή της φάνταζε πιο πολιτισμένη και από την Αθήνα. Ένιωθα, λοιπόν, να ενώνω στην ύπαρξή μου Ανατολή και Δύση »

 

“Η σχέση μου με τον Ρόντνεϊ Ρουκ ήταν καθοριστική. Γνωριστήκαμε σε μία ταβέρνα στην Πλάκα το ’63, παντρευτήκαμε μόλις δύο βδομάδες μετά και ήμαστε μαζί μέχρι τον θάνατό του το 2007. Αγαπηθήκαμε βαθιά με αυτό τον άνθρωπο. Υπήρχε μεταξύ μας άπειρος σεβασμός, εκτίμηση και κατανόηση”

“Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά”

“Αν με ευνόησε η ζωή; Και ναι και όχι. Σίγουρα με ευνόησε στο ότι κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, να ζήσω με τους δικούς μου όρους, δίχως να μου επιβληθεί οτιδήποτε. Είχα, ωστόσο, την ατυχία να πάθω μικρή μια άσχημη λοίμωξη (σταφυλόκοκκο) που μου άφησε κουσούρια και για την οποία η θεραπεία ανακαλύφθηκε μόλις λίγους μήνες μετά – αν την είχα πάρει έγκαιρα, θα ήμουν υγιής, από την άλλη, βέβαια, μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε, πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική…” (πηγή lifo)

Image result for κατερινα αγγελακη ρουκ

Οι Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, το προτελευταίο βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ  (2016) ανέβηκαν στο θέατρο . Ένα έργο σε έξι πράξεις και ανάμεσά τους τρία ιντερμέδια. Το ποιητικό υποκείμενο, το Εγώ, φέρνει τον εαυτό του – ο Κι εγώ- πότε μπροστά από τα άλλα πρόσωπα και πότε αφήνεται να ακολουθεί. Η ίδια περιγράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου :

Ήταν μια μέρα παράξενη. Μια μοναξιά με είχε τυλίξει σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά κι εκείνη απουσίαζε. Αυτό το καταλαβαίνω, σκέφτηκα, αφού η νιότη είναι η κύρια πηγή της ποίησης κι ακολουθεί η έμπνευση που γεννιέται από το σμίξιμο πόνου και νιότης. Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’ αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή: τον εαυτό μου. Ήταν ξαφνικά πολλά που ήθελα να τον ρωτήσω, πάντα το ’θελα, αλλά όλο κάτι άλλο συνέβαινε, πιο σημαντικό, και τον ξεχνούσα.

Απόσπασμα του βιβλίου :

 «Η νέα μέρα απ’ το κρεβάτι της νύχτας σηκώνεται.

Αλλά εγώ τι κάνω εδώ; Άδεια μόνο αισθάνομαι.

Θέλω να γράψω ένα ποίημα για το άδειο.

Και τότε ακούω μέσα μου μια φωνή:

“Δεν μπορείς”, λέει το άδειο, “να μ’ αγγίξεις

γιατί έχεις χάσει την έννοια του γεμάτου.

Χωρίς τη γνώση του αντίθετου

η ζωή θα ήταν ακόμη πιο αινιγματική”».

«Θέλω να γράψω ένα ποίημα – πάλι»

Η ποιήτρια ανοίγει συχνά με τον εαυτό της, τη θλίψη, τη μοναξιά. Ιδιαίτερη η σχέση της με το χρόνο, πολλές φορές δείχνει να τον μελετά ή να συνδιαλέγεται μαζί του, πότε χάνει και πότε τον νικάει.

 Όσο προχωράει η ζωή, τόσο πιο ανεξέλεγκτη γίνεται η εξάρτησή μου από το χρόνο. Τις σπάνιες στιγμές που τον ξεχνάω, πάλι μ’ αυτόν μετράω τη χαρά μου. Η απόλυτη εξουσία του με οδήγησε σε μια πιο πεζή προσέγγιση της ζωής. Ο διάλογος των αντιθέτων βοηθάει να ανοίξει ο ορίζοντας και να αντικρίσω ίσως διαφορετικά την πραγματικότητα, που την έχουμε ακινητοποιήσει με μια κατασκευασμένη οπτική. Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα. Ο δυνάστης χρόνος εμπνέει, πάντα όμως με τον πεζό του λόγο, ποιήματα ουσίας που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, το χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια το θάνατο.

 «Ο χρόνος χώνει όλο και πιο βαθιά τα νύχια του μέσα μου»

και αλλού γράφει :

δίνω τα πάντα [..] προκειμένου να πάρω τα νιάτα μου πίσω. Τα γηρατειά δεν καταπίνονται εύκολα [..] Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά. Η ηλικια μειώνει την ιδέα του μέλλοντος. Δύο πράγματα δεν μπορείς να κοιτάξεις κατάματα, τον ήλιο και τον θάνατο.

Φοβάται τα γηρατειά και προσωποποιώντας τους φόβους της τους απομυθοποιεί, τους αντιμετωπίζει, ξορκίζει το κακό.

»Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ το χρόνο, έστω και για μια στιγμή»

Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έχασε στην τελευταία ‘κόντρα’ στην διαλεκτική της με το χρόνο στις 21/01/2020 σε ηλικία 80 ετών.

Έξω απ’ το παράθυρό μου θέριεψε το σκίνο κι όλο καταβροχθίζει ουρανό. Κάποτε τα φύλλα του μόλις ακουμπούσαν τα ματάκια τους στο πρεβάζι, κορδέλιαζαν τη θέα. Θα στάζει ρετσίνι το τέλος μου, σκέφτηκα, όπως θα κρέμομαι αποκαμωμένη από ’να λεπτό κορδόνι μπλε.( 1990)

Το πρώτο δημοσιευμένο ποίημά της, Μοναξιά

Μοναξιά

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.

Φθινόπωρο 1956

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *