Κάθομαι εδώ πέρα και περιμένω, περιμένω. Ώρες-ώρες εκπλήσσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Βαρέθηκα πια.
Από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας, είκοσι χρόνια πριν, έχουν αλλάξει πολλά. Έφυγε και με άφησε μόνη με ένα μωρό στην αγκαλιά. Φεύγοντας πήρε μαζί του όλα τα αποθεματικά των ταμείων του κράτους. Θα χρειαζόντουσαν εφόδια. Νόμιζε ότι θα γυρίσουν γρήγορα. Αλλά δεν γύρισαν και έπρεπε να ξαναμαζευτούν οικονομίες. Ευτυχώς ο Λαέρτης στις αρχές με βοήθησε πολύ. Έμαθα να διοικώ μόνη μου, όχι μόνο το παλάτι αλλά και τα κτήματα και όλους τους επιστάτες στο νησί. Καλά τα λάδια, τα σταφύλια και οι οίνοι που ξέραμε, αλλά ο εμπορικός ανταγωνισμός μεγάλωνε. Τώρα πουλάμε σαν νησί και ελιές και σταφίδες και ξηροκάρπια, ανάλατα και αλατισμένα, και αποξηραμένα σύκα. Έμεινα μόνη και, με πολύ κόπο και προσπάθεια, έμαθα να διαφεντεύω ένα ολόκληρο νησί.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος όλοι γύρισαν σιγά σιγά στα παλάτια τους. Ο Οδυσσέας όμως πουθενά. Πέρασαν ένα, δύο, τρία χρόνια από τη λήξη του Τρωϊκού, αλλά ο δικός μου άφαντος. Άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια με τα πεθερικά μου. Κάποια στιγμή αποφάσισα να στείλω τρεις πρέσβεις στο Μαντείο των Δελφών. Τους έδωσα μαζί και ένα θεράποντα, καλό παιδί, δικό μου άνθρωπο, να τους προσέχει. Αυτοί δεν πήγαν για χρησμό, για διακοπές πήγαν. Βόλτα και φαγοπότι. Την παραμονή της άφιξής τους στο Μαντείο, μείνανε στο Κωρύκειο άντρο και από το πολύ φαΐ και το πιοτό ένας κόντεψε να μείνει, δεν ξύπναγε την άλλη μέρα με τίποτα. Και εγώ τους πλήρωνα αυτούς.
Δυστυχώς το μαντείο δεν έβγαλε χρησμό. «Είναι θολός ο ομφαλός». Πού ξανακούστηκε; «Ελάτε πάλι του χρόνου, θα έχετε σίγουρα απάντηση». Κοροϊδίες! Μεταξύ μας, το ξεφτιλίσανε πια κι αυτές οι ιέρειες, χρησμοί μηδέν. Κατά τα άλλα, «περάστε για ένα αναμνηστικούλι, στο κατάστημά μας εδώ πιο κάτω».
Μετά από αυτό, η Αντίκλεια μαράζωσε. Περίμενε κάτι, έστω και διφορούμενο ή ακατάληπτο. Τη διέλυσε το απόλυτο τίποτα και μετά από λίγο καιρό πέθανε.
Εγώ εκείνη την εποχή έβλεπα στον ύπνο μου συνέχεια την Άρτεμη και το ιερό της ζώο, το ελάφι, με κάτι κέρατα, νααα. Δεν μου μίλαγε, μόνο με κοίταζε με νόημα και μου έδειχνε το ζώο. Και τα κέρατα. Επτά χρόνια το ίδιο όνειρο. Εντάξει Αρτεμούλα, το έχω πιάσει το υπονοούμενο, κάτι υποψιάζομαι για τον Οδυσσέα. Αλλά σου έχω πει: δεν θέλω να ξέρω. Ας κάνει ό,τι θέλει από κει πέρα που είναι. Εγώ να μην το μάθω. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και σταμάτησε να επιμένει κι αυτή. Και κάπου φτάνει, αν έχεις κάτι να μου πεις κοτζάμ θεά, πέστο μου, μη με πρήζεις με βλέμμα γεμάτο νόημα.
Στο μεταξύ του τη βάρεσε του Λαέρτη. Δεν είχε και την Αντίκλεια να τον κουμαντάρει. Τα παράτησε όλα και πήγε στο χωριό, «να έρθει σε επαφή με τη φύση» και «να ξεκουραστεί». Λες κι εδώ, στο παλάτι, τον κούραζε κανείς. Φεύγοντας μου ζήτησε να του φτιάξω το σάβανο του στην Τραγουδίστρια, γιατί «θα πεθάνω σύντομα, να το έχεις έτοιμο». Τι τραβάω και δεν το μαρτυράω.
Μόλις έφυγε ο Λαέρτης από το παλάτι και μαθεύτηκε ότι έχουν γεμίσει τα ταμεία του παλατιού λόγω καλής διαχείρισης, άρχισαν να μου έρχονται προξενιά. Αυτό μας έλειπε! «Δεν πέθανε ο Οδυσσέας, παιδιά, θα γυρίσει». Έλα όμως που δεν γύριζε. Και οι μνηστήρες ανένδοτοι. Πίεση. Και τώρα πλέον μου έχουν κατσικωθεί μέσα στο παλάτι. Σα να έχω κάθε μέρα δεξίωση.
Παρεμπιπτόντως, να κατέβω κάτω να δω τι γίνεται με το φαΐ. Έχω βάλει δυο κατσικάκια με ρίγανη και βότανα στις γάστρες. Ικανές τις έχω να τα κάψουνε.
Ο δικός μου που είναι πια; Πότε θα γυρίσει; Θα έχω κουραστεί τόσο που δεν θ’ αντέχω τίποτα. Ούτε να του γκρινιάξω.
Όλοι αυτοί οι απαίσιοι θέλανε και θέλουν ακόμη να σκοτώσουν το παιδί μου. Για αυτό τον έδιωξα μακριά να πάει στο γερο-Νέστορα να μάθει αν ξέρει τίποτα για τον Οδυσσέα. Τζίφος! Ο παππούς του έλεγε ιστορίες από την Τροία, σταματούσε λίγο και μετά ξανάρχιζε τα ίδια από την αρχή. Κόντεψε το παιδί να τρελαθεί. Σε μια αναλαμπή του μυαλού του ο Νέστορας αποφάσισε να τον στείλει στην Σπάρτη, στο Μενέλαο και την Ελένη. Τζίφος κι εκεί! Δεν ήξεραν τίποτα. Όταν γύρισε πίσω το παιδί, μου την είπε κιόλας: «Σιγά την γκόμενα, βρε μάνα, για αυτήν κάναμε πόλεμο;;;!!!» «Παιδί μου, και ο διάβολος στα δεκαοκτώ του ήταν άγγελος.» «Εσύ μαμά, είσαι κλάσεις ανώτερη, σωστή Αφροδίτη!» Το αγόρι μου το καλό. Οι Θεοί να το φυλάνε!
Και εγώ θα τον δεχθώ πίσω τον Οδυσσέα. Εδώ ο Μενέλαος δέχθηκε πίσω την Ελένη! Ολόκληρο πόλεμο προκάλεσε το τσόλι, το Δία μου μέσα, ρεζίλι στο πανελλήνιο τον έκανε. Κι όμως, μεταξύ βλακείας και φιλοτιμίας, την πήρε πίσω.
Πριν από λίγα χρόνια ήρθαν επίσκεψη οι Φαίακες. Είχαμε να ιδωθούμε καιρό με τον Αλκίνοο και την Αρήτη. Φέρανε μαζί τους και τη Ναυσικούλα, τώρα θα είναι ολόκληρη κοπέλα. Η Αρήτη, μόλις είδε τους μνηστήρες μες στο παλάτι γυάλισε το μάτι της. Ο Αλκίνοος μπροστά τους ήταν σάψαλο. Μετά τα εθιμοτυπικά και το γεύμα με πήρε παράμερα, «Τυχερούλα, πόσο σε ζηλεύω! Είσαι εσύ μια ομοιόχρους λέαινα** !» «Τι λες, Αρήτη; Τι ζώο είναι αυτό;» και κλείνοντας το μάτι μου εξήγησε. Απογοητεύτηκε πολύ όταν έμαθε ότι «δεν» με τους μνηστήρες. «Κρίμα, πολύ θα χαιρόμουν για σένα», μου είπε με ύφος «δεν είσαι στα καλά σου».
Έτσι, άρχισα να βλέπω στον ύπνο μου τη θεά Ειλείθυια. Άλλο υπονοούμενο πάλι. Και αυτή κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Λες να με έχει επηρεάσει η Αρήτη; Μπα. Πάντως αυτό με τα όνειρα πρέπει να το προσέξω, καλύτερα να κόψω τελείως το βραδινό.
Όχι πως δεν μου πέρασε από το μυαλό βέβαια, Αρήτη μου και εσύ, καλή μου θεά. Απλά δεν τους πιστεύω ότι ενδιαφέρονται για μένα. Έχουν μυριστεί ότι πάνε καλά οι δουλειές, «στρωμένη η κατάσταση» σκέφτονται, «τρέχει η Ποπίτσα για όλα». Δεν αξίζει και κανείς από δαύτους. Από τα ονόματά τους καταλαβαίνεις αμέσως το ποιόν τους. Ο Αντίνοος, ενώ είναι θετικός και συμπαθητικός, ξαφνικά αλλάζει άρδην συμπεριφορά, θυμώνει και αρπάζεται με τους πάντες βρίζοντας. Ο Αμφίνομος, όλο παρανομίες και λαμογιές στο χωριό του, μου τα προλάβανε οι καλοθελητές. Ο δε Αγέλαος, κλασικός δημαγωγός, λαοπλάνος και επικίνδυνος.
Εγώ έμαθα τόσα χρόνια μόνη μου μια χαρά, δεν αντέχω τώρα τον κάθε άχρηστο πάνω στο κεφάλι μου, να μου κάνει τον έξυπνο και να με κουράζει. Να ήταν καμιά καλή περίπτωση, να το συζητήσουμε, βρε αδερφέ.
Πέρασε η ώρα και πρέπει να πάω στην Τραγουδίστρια. Ώρα για το καθιερωμένο θέατρο. Η Τραγουδίστρια είναι ο αργαλειός μου. Τον λέμε έτσι χαϊδευτικά όλοι στην οικογένεια. Μου τον έκανε δώρο ο Οδυσσέας λίγες μέρες πριν φύγει και πάνω-πάνω δεξιά είχε σκαλίσει μια γυναικεία φιγουρίτσα που τραγουδάει. Μου είπε τότε ότι η φωνή μου είναι πολύ γλυκειά. Και ότι με φαντάζεται να υφαίνω και να τραγουδώ κεφάτη. Δεν ήθελα βέβαια να τον στενοχωρήσω και να του πω ότι με τη φασαρία που κάνει ο αργαλειός, γκάπα γκούπα, γκάπα γκούπα, ούτε να μιλήσεις δεν μπορείς, όχι να τραγουδήσεις. Δώρο πρώτης επετείου γαρ η Τραγουδίστρια! Άντρες. Άσχετοι. Δεν πειράζει, κάποια στιγμή θα μάθουν.
(Σ.Σ. Δυστυχώς, η ελπίδα της Πηνελόπης δεν επαληθεύτηκε. Οι ραπτομηχανές SINGER εμπίπτουν στην μετεξέλιξη του αργαλειού Τραγουδίστριας. Η επίσημη Αρχαιολογία τηρεί σιγήν ιχθύος.)
Κάθε απόγευμα λοιπόν, αποφεύγω τους μνηστήρες λέγοντάς τους ότι υφαίνω το σάβανο του Λαέρτη. Κάνω χιλιάδες πράγματα εκείνη την ώρα. Ετοιμάζω λογαριασμούς, ελέγχω τις αναφορές από τα καρνάγια και τα κτήματα και γράφω εντολές που στέλνω σε κάθε επιστάτη την άλλη μέρα. Δεν μπορώ πια να βγω έξω, αν φύγω από το παλάτι, οι μνηστήρες θα το ρημάξουν. Δουλεύω ως αργά το βράδυ και πάλι δεν τελειώνουν οι εκκρεμότητες.
Μόνο λίγοι και έμπιστοι ξέρουν την αλήθεια. Αναρωτιέμαι αν θα μαθευτεί ποτέ…
** Ομοιόχρους λέαινα: Ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά “κούγκαρ”
#ροζδύναμη
Σχόλια