Οι διαιτητικές επιλογές και οι προτιμήσεις των παιδιών αποτελούν ένα φλέγον θέμα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια όπου τα ποσοστά της παιδικής παχυσαρκία δείχνουν ανοδική πορεία. Αποτελούν το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης ποικίλων γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, όμοιων με αυτών που επιδρούν στις διαιτητικές επιλογές και προτιμήσεις των ενηλίκων, αλλά η σχετική συνεισφορά τους είναι διαφορετική. Σε ότι αφορά το περιβάλλον των παιδιών, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η οικογένεια, το σχολείο και οι φίλοι. Εστιάζοντας στην οικογένεια, μία έννοια που συμπεριλαμβάνει τους γονείς, τα αδέρφια, τους παππούδες και γενικότερα τους φροντιστές των παιδιών, έχει αποδειχτεί ότι παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν το παιδί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μέχρι και την ενηλικίωσή του. Οι εμπειρίες, γευστικές και οπτικές, από τη γέννηση κιόλας του παιδιού είναι καθοριστικές για την υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών που θα μείνουν στο χρόνο!
Οι γονείς, λοιπόν επηρεάζουν ποικιλοτρόπως τη διαιτητική πρόσληψη του παιδιού, καθώς διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει το παιδί μιμούμενο γονεϊκές συμπεριφορές. Παρόλο που η διατροφική συμπεριφορά και το βάρος στην παιδική ηλικία είναι αρκετά δύσκολο να διαχειριστούν άμεσα, οι διαιτητικές πρακτικές των γονέων αποτελούν έναν από τους βασικούς στόχους παρέμβασης προκειμένου να αποτραπούν ανθυγιεινά διατροφικά πρότυπα και να περιοριστεί το υπερβάλλον σωματικό βάρος στα παιδιά.
Γονείς-πρότυπα
Οι γονείς, κατά βάση, αλλά και τα άτομα που συναναστρέφονται με τα παιδιά (παππούδες, αδέρφια, φροντιστές) έχουν μεγάλη επίδραση στη ζωή τους, μέσω της λειτουργίας τους ως πρότυπα και της διαδικασίας μίμησης τους από τα παιδιά. Μάλιστα, όσο πιο σημαντικό είναι το πρότυπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των γονέων, δε, περισσότερο όταν ο ενήλικας αυτός είναι η μητέρα, τόσο μεγαλύτερη η επίδραση. Έχει φανεί ότι γονείς με υγιεινές και ισορροπημένες διατροφικές συνήθειες μεγαλώνουν παιδιά με παρόμοιες αν όχι ίδιες διαιτητικές συμπεριφορές. Όσο πιο συχνά τα παιδιά παρατηρούν τους γονείς τους να καταναλώνουν ποικιλία από φρούτα και λαχανικά τόσο περισσότερο ενισχύεται η προτίμηση τους για τη συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμων. Από την άλλη, ένας γονιός με περιορισμένη σε ποικιλία διατροφή, που πιθανόν να αντιδρά αρνητικά απέναντι σε συγκεκριμένα φαγητά και δεν εκθέτει το παιδί του επαρκώς σε διαφορετικά τρόφιμα, μία πρακτική που έχει συσχετιστεί με την αυξανόμενη προτίμηση των παιδιών σε νέα τρόφιμα, δύσκολα θα αποτελέσει θετικό πρότυπο. Η πιθανότητα να αποδεχτεί και να δοκιμάσει ένα παιδί ένα άγνωστο προς αυτό φαγητό είναι μικρότερη όταν δεν έχει παρατηρήσει κάποιο οικείο του άτομο να το καταναλώνει. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η αποδοχή των «νέων» τροφίμων από τα παιδιά επέρχεται ύστερα από την επαναλαμβανόμενη έκθεση, οπτική και γευστική, των τροφίμων αυτών με ουδέτερο τρόπο (5-20 ή και περισσότερες φορές).
Οι γονείς είναι, επίσης, σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τη διαθεσιμότητα, την προσβασιμότητα και την οργάνωση της διαδικασίας του φαγητού. Η διαθεσιμότητα αφορά την παρουσία του τροφίμου στο περιβάλλον του παιδιού και η προσβασιμότητα αφορά το σημείο και τον τρόπο που τοποθετείται το τρόφιμο στο χώρο, έτσι ώστε να είναι εμφανές και εύκολο στην κατανάλωσή του. Σε ότι αφορά την οργάνωση του φαγητού, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του παιδιού, οι γονείς είναι υπεύθυνοι για την κατανομή των γευμάτων. Ο προγραμματισμός των γευμάτων και η παρουσία των γονέων σε τουλάχιστον ένα από τα γεύματα στο σπίτι, έχουν συσχετιστεί με καλύτερη ποιότητα διατροφής, πιο σωστές διατροφικές συμπεριφορές και καλύτερο έλεγχο του σωματικού βάρους των παιδιών. Οι παραπάνω θετικές επιδράσεις των οικογενειακών γευμάτων στην ποιότητα της δίαιτας των παιδιών αναιρούνται σε σημαντικό βαθμό από την παρακολούθηση τηλεόρασης και γενικότερα από την ενασχόληση με ηλεκτρονικές συσκευές κατά τη διάρκεια του γεύματος, αλλά και από τη συχνή κατανάλωση «γρήγορου» φαγητού και φαγητού εκτός σπιτιού.
Περιορισμός και πίεση
Οι γονείς στην προσπάθεια τους να επηρεάσουν θετικά και να ελέγξουν τις διατροφικές προτιμήσεις των παιδιών τους, εφαρμόζουν μεθόδους που άλλοτε είναι αποτελεσματικές και άλλοτε αναποτελεσματικές. Συχνά, περιορίζουν τρόφιμα που θεωρούν «επιβλαβή» για την υγεία των παιδιών τους, ενώ τα πιέζουν να καταναλώνουν τις πιο «υγιεινές» επιλογές. Κατηγοριοποιούν, δηλαδή, τα τρόφιμα σε «καλά» και «κακά» για την υγεία, προσπαθώντας ποικιλοτρόπως να ενισχύσουν την κατανάλωση των «καλών», που είναι συνήθως φρούτα και λαχανικά και να περιορίσουν την κατανάλωση των θεωρούμενων «κακών», που είναι συνήθως ενεργειακά πυκνά σνακ, πλούσια σε ζάχαρη, λίπος και αλάτι. Δύο πρακτικές που τις περισσότερες φορές φέρνουν τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Φυσικά, η ένταση των συγκεκριμένων πρακτικών από τη μεριά των γονέων συνδέεται άμεσα με την ευκολία που τρώει το παιδί και το σωματικό του βάρος.
Ο αυστηρός περιορισμός ή η απαγόρευση ενός τροφίμου φαίνεται να το καθιστά πιο ελκυστικό και τελικά να αυξάνει την κατανάλωση του, ενώ έχει συσχετιστεί θετικά και με τον κίνδυνο παχυσαρκίας στη μετέπειτα ζωή του παιδιού. Από την άλλη, η πίεση για κατανάλωση των θεωρούμενων ως «καλών» τροφίμων τελικά αποθαρρύνει τα παιδιά να τα καταναλώσουν και ακόμα περισσότερο τα «μίζερα» («picky/fussy») παιδιά. Η πίεση φυσικά των γονέων δεν έχει να κάνει μόνο με την ποιότητα αλλά και με την ποσότητα του φαγητού. Παιδιά που πιέζονται να «τελειώσουν το φαγητό τους» είτε τρώνε μικρότερη ποσότητα είτε καταναλώνουν τελικά περισσότερο από όσο χρειάζονται στην πραγματικότητα, αποδυναμώνοντας την ικανότητα τους να αυτορρυθμίζουν τη διαιτητική τους πρόσληψη και να ελέγχουν τα φυσικά σήματα πείνας-κορεσμού. Η λύση, λοιπόν, βρίσκεται κάπου στη μέση. Ένας απλός έλεγχος από τους γονείς, χωρίς αυστηρό περιορισμό και πίεση, μπορεί να φανεί ευεργετικός στη διαμόρφωση και διατήρηση υγιεινών διατροφικών συνήθειων από τα παιδιά.
Επιβράβευση και τιμωρία
Πολλές είναι οι φορές που οι γονείς χρησιμοποιούν τα τρόφιμα ως δώρο ή ως τιμωρία για να ελέγξουν διάφορες συμπεριφορές των παιδιών τους. Προσφέρεται, δηλαδή, ένα τρόφιμο ως «δώρο» ή «τιμωρούν» το παιδί συνήθως με κάποια απαγόρευση για να καταναλωθεί ένα άλλο που είναι λιγότερο αρεστό. Μάλιστα, ως επιβράβευση χρησιμοποιούνται συνήθως τρόφιμα που οι γονείς προσπαθούν να περιορίσουν από το διαιτολόγιο των παιδιών, όπως γλυκά και αλμυρά σνακ.
Επιφέρει, ωστόσο, η πρακτική αυτή τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Η πλειοψηφία των μελετών δείχνει ότι βραχυχρόνια μπορεί να αυξηθεί η κατανάλωση των τροφίμων για τα οποία δίνεται η επιβράβευση, ωστόσο, εμποδίζοντας την ανάπτυξη των εσωτερικών κινήτρων των παιδιών για την κατανάλωση του συγκεκριμένου τροφίμου, πετυχαίνεται τελικά μεγαλύτερη επιθυμία για το τρόφιμο «δώρο». Οι γονείς, επιβραβεύοντας το παιδί τους για την κατανάλωση ενός φαγητού προσφέροντάς του ένα άλλο, δίνουν την εντύπωση ότι το δεύτερο είναι ελκυστικό και νόστιμο, ενώ το πρώτο δεν είναι, προδιαθέτοντας το αντίστοιχα. Τα επιθυμητά αποτελέσματα, όπως προείπαμε, έρχονται έπειτα από τη συνεχή προσφορά και έκθεση σε ποικίλα τρόφιμα από τα πρώτα κιόλας στάδια της ζωής του παιδιού. Φυσικά, κανείς δεν είπε ότι η επιβράβευση δε δημιουργεί σημαντικά κίνητρα για τη βελτίωση των διαιτητικών συνηθειών αρκεί:
- Να είναι λεκτική παρά υλική (π.χ «Μπράβο! Χαίρομαι που έφαγες τις φακές σου!»).
- Να είναι μικρή παρά μεγάλη (π.χ «Φάε το φρούτο σου και μετά θα παίξουμε το αγαπημένο σου παιχνίδι»).
- Να αφορά την ποιότητα παρά την ποσότητα της συμπεριφοράς.
Συμπερασματικά, το περιβάλλον και κατά κύριο λόγο η οικογένεια, αποτελεί αν όχι τη σημαντικότερη, μία από τις πιο σημαντικές δυνάμεις που επιδρούν και διαμορφώνουν τις συμπεριφορές των παιδιών, όπως η διατροφή, από τα πρώτα στάδια της ζωής τους. Ο ρόλος των γονέων στην υιοθέτηση ισορροπημένων διαιτητικών συμπεριφορών από τα παιδιά τους είναι δύσκολος αλλά καθοριστικός. Ο αυστηρός έλεγχος αλλά και η μεγάλη επιείκεια στα αιτήματα των παιδιών για φαγητό δε φαίνεται να οδηγεί στα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντιθέτως, ο απλός έλεγχος και η κατάλληλη απόκριση στα σήματα πείνας και κορεσμού των παιδιών, με πρακτικές που ενθαρρύνουν και υποστηρίζουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία τους φαίνεται να διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον, βελτιώνοντας τις διαιτητικές επιλογές και προτιμήσεις των παιδιών.
Φιλικά,
Ανθή
#ροζδύναμη
Πηγές
-The European Food Information Council (EUFIC)
-Scaglioni, Silvia, et al. “Factors influencing children’s eating behaviours.” Nutrients 10.6 (2018)
Γεια σας! Είμαι η Ανθή και κατάγομαι από το νησί της Μαστίχας, τη Χίο. Απόφοιτος Βιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), αλλά με αρχικό μου όνειρο την ενασχόληση με τη Διατροφή. Γι’ αυτό και μετά το πέρας των σπουδών μου αποκτώ πτυχίο Διαιτολογίας-Διατροφής και μεταπτυχιακό (MSc) δίπλωμα στη Διατροφή & Άσκηση στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκτοτε εξασκώ νόμιμα το επάγγελμα του Διαιτολόγου με κατ’ οίκον και online συνεδρίες.
Το μονοπάτι της υιοθέτησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορεί να μην είναι σύντομο, ωστόσο δεν είναι απροσπέλαστο. Αγαπάμε τον εαυτό μας, αγαπάμε το σώμα μας, αποφεύγουμε υπερβολές και στερεότυπα γύρω από την τροφή και τη διατροφή και απολαμβάνουμε κάθε μας γεύμα χωρίς να νιώθουμε στερήσεις. Η υπομονή, η επιμονή, η θέληση, η σωστή συνεργασία και η εμπιστοσύνη είναι από τις κύριες συνιστώσες για να βελτιώσουμε τη σχέση μας με το φαγητό και θα δείτε ότι τα μακροχρόνια αποτελέσματα θα σας δικαιώσουν!
Σχόλια