Πριν από είκοσι χρόνια είχαμε πάει διακοπές με τη μαμά μου και την αδερφή μου στην Πορτογαλία. Περάσαμε πολύ ωραία σε εκείνες τις διακοπές με ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα σκηνικά της εκδρομής να εκτυλίσσεται στο αεροδρόμιο.
Είμαστε λοιπόν στο αεροδρόμιο για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και περιμένουμε στην πύλη μας υπομονετικά να αρχίσει η επιβίβαση. Γύρω μας είναι όλα τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του Έλληνα τουρίστα. Ο Έλλην τουρίστας αν δεν σηκώσει τα duty free των αεροδρομίων και να γεμίσει τσάντες παντού το χώρο, δεν το ευχαριστιέται το ταξίδι. Το ότι τα ίδια πράγματα θα τα είχε πάρει πιο οικονομικά ή με περισσότερες επιλογές στα μαγαζιά της χώρας που μόλις επισκέφθηκε, δεν περνάει από το μυαλό του (επιφυλάσσομαι ότι η κατάσταση έχει αλλάξει με την πάροδο των χρόνων, είκοσι χρόνια όμως πριν, όταν έβλεπες φορτωμένους με σακούλες ήξερες ότι ήταν Έλληνες).
Εκεί που καθόμαστε και περιμένουμε και συζητάμε, καθώς δεν υπάρχουν ακόμα κινητά, ένα γλυκό παιδάκι, ελληνάκι, κάνει την εμφάνισή του. Να ’ταν τριών, τεσσάρων, πέντε, έξι, δε θυμάμαι. Ενθουσιασμένο από το γυαλιστερό πάτωμα και την άπλα αρχίζει να τρέχει πάνω κάτω. Μπροστά μας. Ακριβώς μπροστά μας. Στην αρχή η ταχύτητά του είναι ανεκτή, ας θεωρήσουμε ότι τρέχει στην παραλία με υπόκρουση «σαν με κοιτάς, ηλιοβασίλεμα στα μάτια σου φωτιά». Πάνω κάτω, πάνω κάτω. Με χαρούμενους αλαλαγμούς. Η ταχύτητα όμως αυξάνεται δυναμικά. Μετά από λίγα λεπτά το παιδάκι σα σεληνιασμένο τρέχει πάνω κάτω, με ταχύτητα «run, Forest, run».
Από χαριτωμένο και γλυκούλι, το παιδάκι έχει γίνει φορτικό. Η μαμά μου αρχίζει να φορτώνει. Δεν θέλεις να δεις τη μαμά μου να φορτώνει, παιδάκι, το λέω από προσωπική πείρα.
Θα αναρωτηθεί κανείς εδώ που είναι η μανάρα του παιδιού. Η ακαμάτα μάνα που έχει εμπιστευθεί το παιδί της στο σύμπαν λέγεται «μανάρα»: η κατάληξη δε χρησιμοποιείται επιτατικά ή για να μεγεθύνει τη σημασία της ιδιότητας της μάνας, αλλά -ναι,απροκάλυπτα- απαξιωτικά. Η «μανάρα» είναι αυτή που αφήνει το παιδί της να ενοχλεί στα μαγαζιά, στα εστιατόρια, σε δημόσιους χώρους, την ώρα που χαχανίζει και ανοίγει τις τσάντες από το duty free και τις δείχνει στη φιλενάδα της. Βεβαίως αυτή δεν αισθάνεται ότι συμβαίνει κάτι, ούτε έχει πάρει χαμπάρι ότι ο μικρός έχει αρχίσει και χαράζει με το τρέξιμό του το γρανιτοπλακάκι του αεροδρομίου. Αυτή έχει διαβάσει ότι «it takes a village to raise a child», στην περίπτωσή της θεωρεί «it takes an airport gate to raise a child».
Όλη αυτήν την ώρα η μαμά μου φορτώνει, σας το είπα έτσι; Γλυκά και μειλίχια την παρακαλώ, «μην πεις τίποτα στο παιδάκι, μαμά, ντροπή!» Με κοιτάζει έτοιμη να εκραγεί. «Καλά δε θα ΠΩ τίποτα.» Κυρίες και κύριοι, αγαπητά μου παιδιά, η μαμά είχε αποφασίσει εκείνη τη στιγμή να βάλει σε εφαρμογή το βλέμμα. Το «βλέμμα» είναι αυτό που μας ρίχνουν οι μανάδες για να μας επαναφέρουν στην τάξη, η παγωμένη ματιά του θα-τα-πούμε-αργότερα-εμείς, το σπινθήρισμα της βέβαιης υπόσχεσης και σίγουρης απειλής του δεν-ξέρεις-τι-σε-περιμένει-τώρα . Το βλέμμα είναι η υπέρτατη μορφή γονεϊκού μπούλινγκ που δυστυχώς δεν καταγράφεται, ούτε αποδεικνύεται. Το βλέμμα εξελίσσεται με τα χρόνια, η εμπειρία το κάνει πιο τρομακτικό (για τους άλλους) και εξόχως αποτελεσματικό (για τις μαμάδες). Το βλέμμα είναι ειδικότητα των μαμάδων και όχι των μπαμπάδων, οι οποίοι αν το προσπαθήσουν, τους χαμογελάς πονηρά και αρχίζουν τα γέλια. Οι άτεγκτες όμως μάνες δε χαμπαριάζουν.
Μην έχοντας υποψιαστεί την απόφασή της και τρέμοντας μην της ξεφύγει τίποτα, παρακολουθώ το παιδάκι. Και όπως το κοιτάω, συνειδητοποιώ ότι το παιδάκι αρχίζει να μειώνει την ταχύτητα. Η μαμά μου του ρίχνει το βλέμμα! Μαγνητισμένο από το βλέμμα της, τρέχει τώρα λιγότερο. Πάει στη μία άκρη και ετοιμάζεται να ξανατρέξει στην άλλη. Διόρθωση: τώρα δεν τρέχει, αλλά κάνει ελαφρύ τζόκινγκ, ενώ το κοιτάει η μαμά μου και την κοιτάει κι εκείνο. Στη μάχη αυτή, έχει κανείς απορία ποιος θα νικήσει; Φτάνοντας στην άλλη άκρη, το παιδάκι ξαναξεκινάει την προσπάθεια, τώρα όμως το τζόκινγκ έχει γίνει περπάτημα. Η μαμά το κοιτάει χωρίς καμία σύσπαση του προσώπου της (τι τέχνη κι αυτή!), εγώ κοιτάω τη μαμά μου και τη θαυμάζω, το παιδάκι πλέον κοιτάει τη μαμά μου με πανικό. Όπου κάνοντας λίγα βήματα ακόμα ο μικρός, παρατάει τα τρεξίματα και τρέχει στην μάνα του, έτοιμος να μπήξει τα κλάματα.
Ψύχραιμες εμείς, δε γυρνάμε κεφάλι, κοιτάμε ευθεία μπροστά, σφυρίζουμε αμέριμνα, η δικιά μου πια δεν αντέχει να κρατιέται και σκάει στα γέλια. Και στην ερώτησή μου «καλά δεν το λυπήθηκες το κακόμοιρο;» μου δίνει την επική απάντηση «Εγώ δε φταίω, να το πρόσεχε η μανάρα του!».
#ροζδύναμη
Σχόλια