Γεια! Είμαι η Φοίβη Σιταρά, επαγγελματίας κειμενογράφος / δημοσιογράφος. Λατρεύω τις γάτες, τη Μουσική (goth, celtic, electro, classical), τη Σοκολάτα, τον Αφρώδη Οίνο, τις Μηχανές, τα HOGs (games). Με έλκουν οι άνθρωποι που ξέρουν να γελούν, να δίνουν, να ανοίγονται, να ψάχνονται.

Η ζωή θα έπρεπε να είναι κάπως έτσι… Ολότελα μέσα, είτε στη φύση, είτε στη ζούγκλα, είτε στο νερό, είτε κάτω από τ’άστρα, είτε στην απουσία της ηχορύπανσης. Ολότελα όμως. Άλλες δυο μέρες, εκεί στον Αμαζόνιο τις χρειαζόμουν. Με το βρακάκι να βουλιάζω στην αιώρα και να χαζεύω τα πιθηκάκια ν’αλλάζουν κλαδιά και να αφήνουν πίσω τους να πέσουν γέρικα, «χάρτινα», μεγάλα φύλλα. Μικρό διάλειμμα, 45 λεπτών, και πίσω στο νερό, στα λασπόνερα του Αμαζονίου για να κατακτήσουμε τον επόμενο «παραπόταμο», τον επόμενο παράδρομο, αδιέξοδο που βγαίνει σε μια γειτονιά ιθαγενών, σε μια συνοικία ντόπιων, σε ένα μικρό «δάσος» με ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα, σε μια επόμενη κουκίδα όπου θ’ανακαλύψουμε την μικρότητά μας.

Αυτό το ταξίδι μου στις Άνδεις και τον περουβιανό Αμαζόνιο ήταν πράγματι συγκλονιστικό. Και χάρηκα που το έκανα τώρα. Γιατί κανείς δεν σε προετοιμάζει για τις τόσες ανηφόρες, τα τόσα απότομα κατακόρυφα σκαλοπάτια, την τόση ορθοστασία, τα 10ωρα μέσα στο πούλμαν αφήνοντας-βουνό και πιάνοντας νέο ύψωμα. Μόνο ο εαυτός σου σε βυθίζει στην απόλυτη πειθαρχία που θέλει το ταξίδι για να το ζήσεις όπως του πρέπει.

Περού, λοιπόν, Ογιανταϋτάμπο, Πίτσου, Κούσκο και Αρεκίπα, πλωτά νησιά των Ούρος, λαμάκια κι αλπάκα, βικούνια να «κρύβονται» στην ανοιχτή φύση μακριά από το μάντρωμα και τον άνθρωπο, ο Ειρηνικός να σκάει 5, 6, 7, φορές πριν σιγήσει στην ακτογραμμή, το υψόμετρο να απειλεί σιωπηλά και οι άνθρωποι, καθημερινοί, ήρεμοι, ευγενικοί, δουλευταράδες, φτωχοί, ανιμιστές, αδιάφοροι για τον δικό σου ρυθμό, να συνεχίζουν απαλά κι απλά τον βίο τους. Πολύχρωμοι άνθρωποι να ανεβαίνουν αμέριμνοι κρατώντας με σχοινάκι το κατοικίδιο λάμα (γιάμα) τους. Άλλοι καθισμένοι σε πέτρες να σε περιμένουν με τις ακουαρέλες τους, με τα υφαντά τους, με πλεκτά, τα ριχτάρια, τα υφάσματα, τα φολκλόρ στο χέρι, όλα «από baby llama»…

Το pisco sour με περίμενε κάθε, σχεδόν, βράδυ, να με ηρεμήσει και να με στείλει μια ώρα αρχύτερα κοντά στην ξεκούραση. 3, 4, 5, ώρες ύπνου και ξανά πίσω στη ρόδα, στον γκρεμό, στο σακίδιο, στα φύλλα κόκας, στο τσάι, στο χαπάκι sorojchi, το τοπικό remedy για τα 4.528 μέτρα του crucero alto.

Και το ερώτημα: Είναι τελικά το Μάτσου Πίτσου ό,τι πιο δύσκολο, απαιτητικό, εξαντλητικό; Όχι! (κάναμε τη διαδρομή 2). Κι ούτε καν το πιο υψομετρικά προκλητικό (2.430μ.).

Εντάξει. Πού πήγα; 16 ώρες πτήση από Αθήνα με μέσο σταθμό το Παρίσι και προσγείωση στην πρωτεύουσα Λίμα. 8 ώρες διαφορά. Η Μιραφλόρες με την πηχτή της υγρασία, την έντονη ζωή, τα ασφαλή της πατήματα, τα εξωτικά γκραφίτι, μας καλωσόρισε. Το μουσείο Λάρκο εξαίρετο όπως και το εστιατόριο αλλά και το πωλητήριό του. Συνέχεια είχε, μετά το αξημέρωτο εγερτήριο και το πέρασμα από το Παράκας, η έρημος της Νάσκα και το αεροπλανάκι Τσέσνα που σου έδινε την κοιλιά στα χείλη γέρνοντας για να δεις ξεκάθαρα μπροστά σου τα γεωγλυφικά, ασφαλισμένα με λάσπη και αναχώματα ανά τους αιώνες. Πάμε υψόμετρο 2.328 στην Αρεκίπα αφού περάσουμε και βρέξουμε τα πόδια μας στον Ειρηνικό, πιάσουμε κι αφήσουμε βουνά, γκρεμούς, επικίνδυνη οδήγηση, νταλίκες, βυτιοφόρα, αέναες προσπεράσεις στη μία και μία λωρίδα. Μου θύμισε έντονα Νεπάλ η οδήγηση εδώ. Κι αν στην Αμερική μετράνε τις αποστάσεις με τετράγωνα, εδώ θα έπρεπε να τις μετράνε με βουνά. Έλα παιδιά, 3 βουνά πιο κάτω φτάνουμε στον προορισμό μας. Ανά ένα χιλιόμετρο έβλεπες στην ακρούλα του δρόμου κι από έναν σταυρό, έναν «τάφο», για ένα ζευγάρι που χάθηκε, μια τετραμελή οικογένεια, ακόμη και ολόκληρα πούλμαν των 14, 15, 16, ανθρώπων σαν το δικό μας. Η Αρεκίπα, λοιπόν, μας κέρδισε όλη μέρα. Βόλτες, επισκέψεις, μια ταράτσα εκεί κατά το σούρουπο, 17:45, να δούμε τη δύση, τα χρώματα πίσω από στέγες, μεταλλικές καμινάδες και στα δεξιά τα πάντα χιονισμένα βουνά -αφού λόγω υψομέτρου το χιόνι δεν προλαβαίνει να λιώσει-, τα τρία ενεργότατα ηφαίστεια που μας βγάζουν γλώσσα: το Μίστυ, το Τσατσάνι, το Πίτσου-Πίτσου. Εδώ πάνω δεν θ’ανέβεις ποτέ, θνητέ! Μπορείς όμως να με θαυμάσεις. Από απόσταση.

Την επομένη, κάπου εκεί μετά το φοβερό υψόμετρο, τις πλακίτσες ότι τα καταφέραμε, τις αναμνηστικές φωτό κλπ. κλπ. -οι ανόητοι δυτικοί τουρίστες να φωτογραφίζονται στη μέση της εθνικής οδού, στο πουθενά, στην Παναμερικάνα- και πριν φτάσουμε στο Σιλουστάνι με τα Τσούλπας, ε, κάπου εκεί με έπιασε φρικτός πονοκέφαλος. Ασήκωτος. Ημέρα 6η. Έμαθα να αναπνέω σωστά, για το υψόμετρο, παρέχοντας με φυσικό τρόπο αρκετό οξυγόνο στα πνευμόνια, στον εγκέφαλό μου και με σήκωσε το σώμα μου και περπάτησα τους τάφους-πύργους. Γιατί ήρθα για να περπατήσω στο Περού. Να ‘ναι καλά ο ντόπιος οδηγός μας, όταν του ‘πα ότι έχω πονοκέφαλο, μου απάντησε «μα όλοι σας αναπνέετε λάθος!». Πίσω στο πούλμαν, εισέπνευσα aguas de florida με έντονες μυρωδιές λουλουδιών και βοτάνων και ο πονοκέφαλος καταλάγιασε. Αλλά όταν πια φτάσαμε στο ξενοδοχείο στη λίμνη Τιτικάκα, στο Πούνο, ένα δίωρο shut down το χρειάστηκα μέχρι να ξαναγίνω περδίκι. Το σώμα ξέρει.

Η λίμνη Τιτικάκα, η μεγαλύτερη σε αυτό το υψόμετρο (3.812μ.) στη γη, πραγματική όαση. Με νερό-καθρέφτη και κατοίκους που ζουν σε πλωτά νησάκια (Ούρος), ακόμη και παιδιά, σχολεία, ολόκληρες οικογένειες…

Ακολουθεί οδοιπορικό μέσα σε εκτάσεις, κτήματα, τα πόδια των βουνών που μας σηκώνουν… Φτάνουμε στις Αλυκές Μαράς των Άνδεων και τις περπατώ φυσικά. Σταματώ μια ανάσα πάνω από τις γιγάντιες κυψέλες που συγκεντρώνουν το νερό της βροχής. Μια ηλικιωμένη κυρία πουλά chicha αποθηκευμένη σε πήλινο βάζο. Θα δοκιμάσω, αμέ. Είναι η μπύρα των ντόπιων, ζεστή σε θερμοκρασία, φτιαγμένη από καλαμπόκι. Οκ, το έκανα κι αυτό. Ακολουθούν οι αναβαθμίδες στο Μοράι, τις οποίες φυσικά και κατέβηκα-περπάτησα. Το Ογιανταϋτάμπο, η είσοδος στην Ιερή Κοιλάδα, ομολογώ ότι με κέρδισε περισσότερο από κάθε άλλον αρχαιολογικό χώρο στο Περού. Ίσως περισσότερο, σαν εμπειρία, και από το Μάτσου Πίτσου ακόμη. Τον ανέβηκα, στα δύσκολα, στενά, μυτερά του σκαλοπάτια. Κοίταξα απέναντι τον οικισμό από κάθε πιθανή γωνία, με τα βουνά να διαπερνούν τα σύννεφα πίσω μου. Και όταν πια έφτασα στον κατήφορο, στην κατάβαση, έσκασα ένα χαμόγελο διαρκείας που μου χάρισε ζωή και χρόνια. Το ξέρω, το ένιωσα! Τα κατάφερα. Πρόβα τζενεράλε για αύριο ήταν. Για το Μάτσου Πίτσου.

Η ανατολή ξεπρόβαλλε νωρίς και σήμερα. Εγερτήριο πάλι μέσα στη νύχτα, συγκέντρωση έξω, στο πούλμαν μας. Για πού το βάλαμε; Από το Ογιανταϋτάμπο θα πάρουμε το τρένο για το Άγουας Καλιέντες (σα να λέμε κεντρική πλατεία, Αράχωβα) κι από εδώ με το αστικό λεωφορείο θα ανεβούμε μαζί με άλλους τρελούς τουρίστες, που για αυτό και μόνο ήρθαν, στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Μάτσου Πίτσου. Πάμε για τη διαδρομή 5. Το «Γέρικο Βουνό» μια χαρά αντιστέκεται στον χρόνο. Ολόγυρα, καταπράσινα θεριά-βουνά, ίχνος απειλητικού σύννεφου ή ψιχάλας ευτυχώς, εμείς και τα σκαλοπάτια. Είπα ότι μισώ τα σκαλοπάτια;

Συνολικά μιάμιση και μιάμιση ώρα χρειαστήκαμε για να ανέβουμε, να κατέβουμε και να έρθουμε στο επίπεδο του αρχαίου οικισμού, να τον φέρουμε βόλτα ολόκληρο, και μετά να κατέβουμε για να βρούμε την έξοδο. Το μπουκάλι το νερό, απαραίτητο! Όπως και το καπέλο. Η αντιηλιακή. Και τα ορειβατικά.

Ευχαριστημένοι, παίρνουμε το τρένο για την επιστροφή μας στο Κούσκο. Κι επειδή κάτι καταφέραμε, «ιστορικά», εγωιστικά, σαν καλοί τουρίστες, κερδίσαμε στο βαγόνι θέαμα: χορό με παραδοσιακή ενδυμασία (πολλά κουδούνια, πολλά χρώματα) και επίδειξη μόδας από το προσωπικό. Το Κούσκο, λοιπόν, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας υπήρξε ακόμα μία πόλη την οποία συμπάθησα πολύ-πολύ και στην οποία έμεινα ευχαρίστως όλη τη μέρα, κάνοντας πράγματα, βολτάροντας, ανακαλύπτοντας τη ζωή των ντόπιων. Η χάρη μου έφτασε στην Mercado Central de san Pedro, τη στεγασμένη αγορά-μικρό θησαυρό όπου οι ντόπιοι βρίσκουν τα καθημερινά τους: τυρί και λουκάνικο, σκόνες για μαγείρεμα, σοκολάτα, τσιπς, φρέσκα φρούτα, μαύρο καλαμπόκι, μικρά περιπτεράκια με φαγητό της ώρας, αλλά και φολκλόρ έργα τέχνης. Όλα φροντισμένα, καθαρά, ταπεινά και με διάθεση ειλικρίνειας από τους πωλητές. «Jose, δεν έχω σκόνη κιουίτσα και κάψουλες μάκα που θέλουν οι τουρίστες, έχεις, να στους στείλω;»

Η εσωτερική πτήση με επέστρεψε από το Κούσκο στη Λίμα -η καλύτερη επιλογή- για δυόμιση ώρες ύπνου, ξεδιάλυμα τι από τη βαλίτσα θα έρθει μαζί μου στον Αμαζόνιο στο σακίδιο, εγερτήριο στις 03:00 για να φύγουμε στις 04:00 για ακόμη μία εσωτερική πτήση από την Latam Airways στις 06:00, προς Ικίτος αυτή τη φορά. Την μεγαλύτερη πόλη, παγκοσμίως, που δεν είναι διαθέσιμη οδικώς.

Τι άλλος, διαφορετικός κόσμος είναι τούτος; Από εδώ, λοιπόν, από αυτό το μικρό θαύμα της φύσης ξεχύνεται και διοχετεύεται προς εμάς το 20% του οξυγόνου μας… Τι βιοποικιλότητα, τι οικοσύστημα, τι χρώμα, καθρέφτισμα καθάριο, άθικτο. Τι να κρύβεται κάτω από τα λασπόνερα του Αμαζονίου και τι πίσω από τα πυκνά, ακόμη, δάση του, τη ζούγκλα; Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να ξέρω.

Είμαστε στον Αμαζόνιο, δεν υπάρχει αμφιβολία! Από το αεροδρόμιο με πουλμανάκι ευέλικτο προς το λιμάνι Enapu κι από εδώ, με ταχύπλοο πάνω και μέσα στον Αμαζόνιο πια, το ποτάμι με μέσο βάθος τα 12 μέτρα που διαπερνά την Γουιάνα, τον Ισημερινό, τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, την Κολομβία, το Περού που είμαστε, και τη Βραζιλία. Προορισμός μας το lodge μας, πάνω στο ποτάμι, σε πασσάλους όπως τα πάντα, όλα τα «χτιστά», εδώ. Όπως διανύεις τον Αμαζόνιο, παρατηρείς δεξιά κι αριστερά παραδρόμους που οδηγούν πουθενά ή κάπου, σε μικρούς οικισμούς ή παρατημένα, φαινομενικά, ξυλόσπιτα, μπηγμένα και υπερυψωμένα στο νερό.

Αλλά όχι, δεν είναι ακόμη ώρα να ξεκουραστούμε. Έχουμε τόσο λίγο χρόνο να περάσουμε εδώ, που πρέπει να τα κάνουμε όλα! Τα πιθηκάκια στο καταφύγιο La Isla de los Monos μας περιμένουν, να μας τραβήξουν τα μαλλιά, να μας καβαλήσουν, να κρατήσουν τα δάχτυλα, να μας τυλίξουν με τις ουρές τους. Τι πλάσματα, πόσα κοινά, τι παιχνίδι, χάδι… Περπατάμε ακολουθώντας μία στενή ξύλινη πλάκα και την κουπαστή της, πάνω στο ποτάμι! Οκ… Αυτό το Monkey Island δεν είναι βγαλμένο από την Ομάδα της Lucas Arts : )

Πάμε, λοιπόν, στο lodge να πάρουμε «δωμάτια», και να αντιληφθούμε λιγάκι τι μας γίνεται. Τα πάντα εδώ είναι ξύλινα. Δεν υπάρχει τίποτα χτιστό, κανένα «δομικό» υλικό ξένο προς τη φύση: δοκάρια, φυλλωσιές, ξύλινοι σκελετοί δεμένοι και καλυμμένοι από πυκνά τεράστια φύλλα. Τζάμι δεν χωρίζει το κάθε δωμάτιο, παρά τέλι το οποίο και σου επιτρέπει να ακούς συνεχώς τη φύση στους ψιθύρους και τις κραυγές της. Τα bungalows κυκλώνουν σα ριζικό σύστημα ξύλινα μονοπάτια πάνω στον Αμαζόνιο που οδηγούν στην κεντρική σάλα, η οποία λειτουργεί ως εστιατόριο, μπαρ, δωμάτιο ψυχαγωγίας. Ρεύμα έχουμε αποκλειστικά μέσω γεννήτριας τρεις φορές τη μέρα, σε συγκεκριμένες ώρες. Τρέχουμε να φορτίσουμε κινητά. Α ναι, δεν λειτουργεί τηλέφωνο και ίντερνετ. Στον Αμαζόνιο είσαι, ξύπνα! Νερό υπάρχει τρεχούμενο και πόσιμο από τον Αμαζόνιο σε ίδια θερμοκρασία (δροσερό) μέρα-νύχτα με το σύστημα φιλτραρίσματος του lodge. Περίεργη γεύση, το είπα ε; Μόνη πρόσβαση είτε από το νερό -έχουμε φύλακες 24/7- είτε στο «πίσω μέρος», από τη ζούγκλα.

Βάζω γαλότσες, κρατώ σφιχτά ένα μακρύ κλαδί και μπαίνω μέσα από το νερό στη ζούγκλα. Το φως περνά τσιγκούνικο, δίνοντας σα βιτρώ το σχήμα από τα δέντρα, τα κλαδιά τους, τις μαλλιαρές τους κορυφές στη λασπωμένη γη. «Προσέχουμε εδώ τεράστιες φωλιές μυρμηγκιών, δεν ακουμπάμε πουθενά, κανέναν κορμό!». Να ήταν μόνο αυτό… «Κοιτάζουμε ψηλά για κρεμασμένα φίδια». Ναι, καλά. Κάτω κοιτάζουμε να μην γκρεμοτσακιστούμε. Θα επιστρέψουμε το βράδυ για νυκτόβια είδη;! (Ευτυχώς έβρεξε καταρρακτωδώς. Στον Αμαζόνιο είσαι.)

Το βράδυ βαρκάδα κάτω από τ’άστρα. Είμαι στον Αμαζόνιο. Με σβηστή τη μηχανή, τα ρέματα μας μεταφέρουν με απίστευτη ορμή πίσω στη βάση μας. Την επομένη, πριν το λιτό πρωινό και το περίεργο πόσιμο νερό, ξεκινάμε για ανατολή ηλίου, μετά να «κυνηγήσουμε» τα πουλιά της ζούγκλας. Εντοπίζουμε στα «ανοιχτά» γκρι και ροζ δελφίνια που παίζουν ανέμελα. Τα ροζ δελφίνια δεν πηδάνε έξω από το νερό, παρά σχηματίζουν μια μικρή καμπύλη πάνω από την επιφάνεια κατά το παιχνίδι τους. Ψαρεύουμε λίγο πιο κάτω πιράνχας με σύνεργα ένα μακρύ κλαδί, πετονιά, άγκιστρο και ωμό κρεατάκι. Και ναι, είμαι η μόνη που πιάνει! Πίσω στο νερό και γρήγορα, εσύ.

Πάμε τώρα να γνωρίσουμε τη φυλή ιθαγενών Γιάγουας που ζει μέσα στη ζούγκλα. Στον Αμαζόνιο ζουν περίπου 400-500 φυλές που δεν έχουν έρθει ποτέ τους σε επαφή με τον «πολιτισμό». Τυχεροί! Αφού γνωρίζουμε τους καρπούς, τα φρούτα και φυτά που δίνουν χρώμα στις ίνες, τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι υφαίνουν, δένουν, πλέκουν διάφορες κατασκευές, χορεύουμε μαζί τους κι ερχόμαστε πιο κοντά. Πού πάμε; Σε «αγρόκτημα» στη στεριά του Αμαζονίου όπου καλλιεργούνται νούφαρα από μια παραδοσιακή οικογένεια ντόπιων. Να και ο βραδύπους (sleepy monkey) τον οποίο μόνο κάτω από τις μασχάλες μπορείς να πιάσεις και να σηκώσεις με τέτοια κοκκάλινα νύχια. Άουτς. Μοιάζει πολύ με χελώνα. Τον χαϊδεύεις στον λαιμό και κλείνει τα μάτια ικανοποιημένος, του αγγίζεις το κεφαλάκι και το σκύβει αντανακλαστικά.

Κάπου εδώ, επιστρέφουμε στην πρωτεύουσα Ικίτος και έχουμε χρόνο μέχρι την εσωτερική μας πτήση για Λίμα. Θα πάρω με το φιλαράκι που έκανα στο ταξίδι το μηχανοκίνητο τουκ-τουκ, για 5 σόλες (1 και κάτι ευρώ), να πάω στην Plaza de Armas, φυσικά, να φάω παγωτό. Με τυρί ή χωρίς, χρειάζομαι κάτι δροσιστικό.

Πίσω στη Λίμα, λοιπόν, και τη Μιραφλόρες για τις τελευταίες βόλτες, το λιγάκι παρατημένο Μουσείο Χρυσού με τα κλειστά καταστηματάκια, τις γειτονιές των μπαρ και των γκραφίτι. Και ναι, εντόπισα σεβιτσερία όπου τρώνε οι νεολαίοι ντόπιοι και φυσικά τίμησα, συνοδεία πίσκο σάουρ. Δεν θέλω να φύγω ακόμη!

Η Λίμα, όπως και το Περού συνολικά, πεντακάθαρο. Ακόμη και οι τουαλέτες εκεί στην άκρη του δρόμου σε υψόμετρο 3.500, 4.444μ. ή και περισσότερο, σε παραπήγματα, βενζινάδικα στο πουθενά, «κυλικεία» των ντόπιων, πεντακάθαρες. Οι κήποι φροντισμένοι. Μπορούσες και έπρεπε να δοκιμάσεις τον τοπικό μονοποικιλιακό εσπρέσσο (ή εξπρέσσο όπως τον γράφουν οι Περουβιανοί), τη ζεστή και κρύα σοκολάτα, τις εμπανάδας, τα τσιπς μπανάνας, την γλυκοπατάτα, την κίνοα (fan fact: το Περού εξάγει τα περισσότερα super foods που βρίσκουμε στα σούπερ μάρκετ), φυσικά το παραδοσιακό σεβίτσε με ωκεανίσιο ψάρι -όχι του γλυκού νερού- με κάθε ευκαιρία. Ναι, ένιωσα ασφαλής. Ναι, περπάτησα μόνη μου. Όλοι μα όλοι φοράνε μάσκες και προσέχουν. Τι χρειάζεσαι για να έρθεις κι εσύ; Τη συνειδητοποίηση του ότι πηγαίνεις ένα μακρινό και εξαντλητικό ταξίδι, με ελάχιστες ώρες ύπνου, πολύυυ περπάτημα, σκαλοπάτια (γιακ), και ότι θα προσέξεις για να τα καταφέρεις στο υψόμετρο (βλέπε πολύ νερό, μακριά από τσιγάρο, ζάχαρη, αλκοόλ, σωστές ανάσες για να οξυγονωθεί σωστά ο εγκέφαλος, όχι αχρείαστες σωματικές κινήσεις). Και ναι, θα έρθεις σε μια υπέροχη χώρα που είναι σκαρφαλωμένη στα αρχαία της βουνά, στις μυσταγωγίες των Ίνκας, στις σπείρες, τις αναβαθμίδες, τα ιδεογράμματα, τις «κατασκευές» καμωμένες με ευφυία πάνω και μέσα στη γη. Αν αγαπάς τα βουνά, θα το νιώσεις το Περού. Υπάρχει χρόνος για ύπνο μετά.

Σε αφήνω με μια λέξη, μια ευχή στη γλώσσα Αϊμάρα:

Καμισαράκι! (που σημαίνει Γεια! Καλώς ήρθες. Τι κάνεις;)

Φοίβη.-

[θυμίζω, κάντε ελεύθερα χρήση των φωτογραφιών μου, αν σας αρέσουν, αλλά αναφέρετε πάντα την Πηγή! Φοίβη Σιταρά.-]

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *