Το Πλατύ Ποτάμι
Θα μου επιτρέψετε μια μικρή εισαγωγή. Όσο μου αρέσει να διαβάζω βιβλία λογοτεχνίας, τόσο βαριέμαι – ναι, ναι λάθος μου ξέρω- να πιάσω στα χέρια μου βιβλίο ιστορικό. Καμιά φορά, βραδάκια , που συνηθίζουμε να διαβάζουμε πριν τον ύπνο, κρυφοκοιτάζω πίσω από τις σελίδες του βιβλίου μου τον άντρα μου να διαβάζει απορροφημένος (και ω,ναι, ενθουσιασμένος) κάποιο βιβλίο ιστορίας και επιβεβαιώνω τον κανόνα που θέλει να έλκονται τα αντίθετα. Όμως, όλοι οι κανόνες βασίζουν την υπόσταση τους στις εξαιρέσεις τους. Κάπως έτσι κάποια στιγμή έπιασα στα χέρια μου το Πλατύ Ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη, ένα βιβλίο για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο που χάζευα χρόνια στη βιβλιοθήκη των γονιών μου αλλά πάντα απέφευγα. Λάθος μου. Το Πλατύ Ποτάμι είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο που με συνεπήρε.
ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ, είναι το πιο σημαντικό πεζό έργο που αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Ο συγγραφέας υπηρέτησε ως εθελοντής με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Αποστολή του στο μέτωπο ήταν να μεταδίδει, ως ομιλών την ιταλική γλώσσα, προπαγανδιστικά μηνύματα προς τους Ιταλούς στρατιώτες, από μεγάφωνα τοποθετημένα στην πρώτη γραμμή. Λαμβάνει την απόφαση να παρουσιαστεί εθελοντής μετά το θάνατο της αγαπημένης του:
“αυτό το έρημο, το χαροκαμένο αυτό σπίτι μου, που πια για μένα δεν αντιπροσώπευε παρά τη δυστυχία, αυτή η πόρτα που μπροστά της αποχαιρετιόμαστε και που εδώ και τριάντα μέρες είχε περάσει η κάσα με τη Νίτσα νεκρή“. Από την πρώτη σελίδα τον παρακολουθούμε να αποχαιρετά το σπίτι του οδεύοντας προς το μέτωπο, ή τον -αποφασισμένο- θάνατο του. “Μα θα σε ξαναβρώ, Νίτσα. Εκεί έρχομαι τώρα”, μονολογεί καθώς αναχωρεί απ’ την Αθήνα.
Ο Μπεράτης στο μέτωπο αρχικά ψάχνει να βρει αντικείμενο δουλειάς και στη συνέχεια, όταν του έχει ανατεθεί η αποστολή του, να φτάσει στην πρώτη γραμμή κουβαλώντας με -κάτι ταλαίπωρα όπως τα περιγράφει- μουλάρια ένα σωρό με τον απαραίτητο μεγαφωνικό εξοπλισμό. Σύντομα έρχεται η γερμανική επίθεση και η υποχώρηση, η συνθηκολόγηση και η επιστροφή κακήν κακώς.
Ο χρόνος που τοποθετείται το μυθιστόρημα είναι οι τελευταίοι και δυσκολότεροι μήνες του πολέμου στην Αλβανία. Πλούσιο σε γεγονότα και περιγραφές, στο βιβλίο εναλλάσσονται τα πολεμικά γεγονότα με τις περιγραφές των προσώπων. Η αφήγηση του Μπεράτη δεν έχει σκληρές πολεμικές σκηνές ωμού ρεαλισμού αλλά τη ζωή και τις προσωπικότητες των συστρατιωτών του, τις κακουχίες και τις σκέψεις του συγγραφέα για αυτούς αλλά και για τη ζωή του.
Γράφει: “Ο Δημήτρης, ο σαλπιγκτής, δίπλα του, κουνούσε σε κάθε φράση που έλεγε επιβεβαιωτικά το κεφάλι του και κοιτούσε αλληλοδιαδόχως έμμονα πότε το Σγουρό, πότε εμένα, πότε εκείνον μέσα στα μάτια, έτσι με κάποια έκφραση θαυμασμού και ικανοποίησης, μα σα να μην είχε λάβει κι αυτός μέρος σ’ όλα αυτά κι ήτανε ένας απλός ακροατής, σαν κι εμάς. Ήτανε φανερό πως ο λοχίας τού επιβαλλότανε και πως αυτός, ό,τι και να ‘κανε, ήτανε και θα έμενε πάντα στη ζωή του ένας κομπάρσος“
Το μυθιστόρημα αποτυπώνει την εσωτερική αναζήτηση του συγγραφέα, με έναν λόγο που ρέει σαν το ποτάμι που κυλάει, και ολοκληρώνεται με την εικόνα του ποταμού που οδηγεί στη θάλασσα, το κατεξοχήν σύμβολο ελευθερίας. Ένα πλατύ ποτάμι είναι και όλοι αυτοί οι στρατιώτες που προσπαθούν, κακήν κακώς να βρουν ένα οποιοδήποτε μέσο για να γυρίσουν στα σπίτια τους. Επιτέλους η “ΘΑΛΑΣΣΑ – ο ελεύθερος δρόμος! ” φωνάζει ο Μπεράτης, η λύτρωση , καθώς φτάνουν στο Θεσσαλικό κάμπο. Και έτσι κλείνει την αφήγηση του.Η επιστροφή έχει μια κινηματογραφική ροή που σε ξαφνιάζει.
Ο Μπεράτης γράφει με επιμελημένα απλό ύφος. Όπως λέει ο ίδιος σε μια από τις ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις που περιλαμβάνονται στο επίμετρο του βιβλίου:
Να τις συμπεριλάβεις όλες (τις λεπτομέρειες) χωρίς, συγχρόνως, να φαίνεσαι (και να φαίνεται) πως συμπεριλαμβάνεις.Εδώ είναι όλο το στοίχημα.Δηλαδή, να τις τυλίγεις μέσα στην πιο φυσική σου φράση – τάχα χωρίς να τις κυνηγάς.Κι έτσι μόνο θα τις βάλεις ανέτως (και τάχα παρεμπιπτόντως) όλες.
Και : Θα τα πω όλα, έτσι απλά, ατόφια, σα να διηγούμαι… σα να διηγούμαι κάποιο “ιστόρημα” που, στο κάτω κάτω, αυτό καθ’ εαυτό, έχει κάποιο ενδιαφέρον. Θα κοιτάξω να αποφύγω κάθε φιλολογία, καθετί που τραβάει εις μάκρος. Όλα -μα και με τα όσα μπορούμε πιο λίγα λόγια. […]Αχ! δεν ξέρεις πόσον κόπο κατέβαλα γι’ αυτό το πράμα -για να φαίνεται, ακριβώς, πως δεν κατέβαλα κανέναν κόπο.”
Ο Γιάννης Μπεράτης καταφέρνει γράφοντας ένα πολεμικό βιβλίο να φτιάξει ενα αντιπολεμικό έπος,κατορθώνοντας να αναδείξει τόσο το πατριωτικό στοιχείο που κυριάρχησε τότε, όσο και την αντιηρωική, καθαρά ανθρώπινη διάσταση. Χωρίς να περιγράφει μάχες και ηρωικά κατορθώματα, αποδίδει το ήθος και το σεμνό ηρωισμό εκείνων των ανδρών.
Καλογραμμένο και τίμιο, το Πλατύ Ποτάμι αποτυπώνει με ξεκάθαρη και ψύχραιμη ματιά τις συνθήκες που επικρατούσαν τοτε, χωρίς να γίνεται μελό.
Καλή ανάγνωση!
Ο Γιάννης Μπεράτης (Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 1904 – Αθήνα 1968) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής.Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 1904, στην Πατησίων, στην περιοχή του Μουσείου. Ο πατέρας του, Σπυρίδων, ήταν στρατιωτικός.Τα σχολικά χρόνια του Μπεράτη ήταν δύσκολα και τραυματικά, όπως τα βίωσε και τα περιέγραψε ο ίδιος.Το Φεβρουάριο του 1941 κατατάχτηκε εθελοντής στο αλβανικό μέτωπο.Το 1962 τιμήθηκε με το Β΄ κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το έργο του Στρόβιλος και το 1966 με το Α΄ κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το έργο του Πλατύ ποτάμι.Πέθανε το 1968.
#ροζδύναμη
Σχόλια