Γειά! Είμαι η Μαρίνα και ανάμεσα σε τόσα άλλα πράγματα αγαπώ να διαβάζω και να λέω ιστορίες. Κάπως έτσι θα τα συνδυάσω συστήνοντας αγαπημένα μου βιβλία.


“Πέφτεις απ’ το κλαδί και κλαις. Γιατί; Δεν το ‘ξερες πως είσαι φύλλο;” Αργύρης Χιόνης

Χέρια

Οι άνθρωποι το πιο συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν -τάχα χαιρετώντας- σ’ άλλους

Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες

Ή -το χειρότερο- τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε

Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα

Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.

(Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.

Επιμύθιο ΙΙ: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους. )

Ο Αργύρης Χιόνης (22 Απριλίου 1943-25 Δεκεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής και συγγραφέας. Άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο στίχο στα 14 του χρόνια. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε το 1963 στο περιοδικό Δωδέκατη Ώρα και το 1964 στη Νέα Εστία. Το 1966, σε ηλικία 23 ετών, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, οι Απόπειρες φωτός. Έφυγε στο εξωτερικό το 1967, λίγο μετά τη δικτατορία. Εργάστηκε και δούλεψε σε Παρίσι και Άμστερνταμ, όπου έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Κατά τη δεκαετία 1982-1992, εργάστηκε, ως μεταφραστής, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους. Το 1992, παραιτήθηκε από τη θέση αυτή και ζούσε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολιόταν με την ποίηση και τη γεωργία, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο βιογραφικό που συνόδευε τα βιβλία του. Πέθανε τα Χριστούγεννα του 2011.

“Σ’ όλο του το έργο, ο Αργύρης Χιόνης μετεωρίζεται πάνω από τον «ανελέητο κόσμο της λογικής» και τον αναποδογυρίζει ” (Κ. Σχινά στην Καθημερινή)

Από μία ομιλία του Α.Χιόνη σε εφήβους στο Ξυλόκαστρο λίγο πριν το τέλος του. «…μου ζήτησαν να κάνω μια ομιλία. Όταν το άκουσα αυτό ομολογώ ότι ζορίστηκα κάπως. 1ον: γιατί δε φημίζομαι για τις ρητορικές μου ικανότητες και 2ον: γιατί τι θα μπορούσε κανείς να πει, σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, στα νέα παιδιά που ξεκινούν ανώτερες κι ανώτατες σπουδές, χωρίς να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι γνώσεις που θα αποκτήσουν θα αξιοποιηθούν από την κοινωνία. Τι να πεις σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους που ξεκινούν την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία τους όταν συνέχεια ακούν από τους εντός εισαγωγικών «σοφούς» μεγαλύτερούς τους ότι το βαρέλι της κρίσης δεν έχει πάτο κι ότι δεν υπάρχει φως στο τέρμα του τούνελ;
Εγώ ωστόσο που ούτε σοφός είμαι ούτε φύσει αισιόδοξος, άλλωστε είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι ποιητές και συγγραφείς είναι από λίγο έως πολύ καταθλιπτικοί, κατέληξα κατόπιν ωρίμου σκέψεως στο συμπέρασμα ότι υπάρχει φως. Όχι όμως στο βάθος οποιουδήποτε τούνελ, αλλά μέσα μας, στο βάθος του εαυτού μας. Και είναι αυτό το φως που πρέπει να αναζητούμε, ενθυμούμενοι πάντα ότι κάθε φορά που οι Έλληνες μεγαλούργησαν και ξεπέρασαν τις όποιες αντιξοότητες ήταν επειδή έσκυψαν μέσα τους και αναζήτησαν αυτό το εσωτερικό φως. ( πηγή :Ανδρέας Ζάρρος, thepressproject )

Ο Αργύρης Χιόνης αφηγείται σαν παραμυθάς με τρυφερότητα και χιούμορ ταυτόχρονα και έκλεινε με επιμύθια τις ιστορίες του. Σε μια ιστορία για την ομορφιά που περνά απαρατήρητη κλείνει ως εξής :


Επιμύθιο Ι: Αν δεν σηκώνετε, πότε πότε, το βλέμμα σας στον ουρανό, υπάρχει κίνδυνος να χάσετε θαύματα που συμβαίνουν εκεί πάνω.

Επιμύθιο ΙΙ: Αν περπατάτε κοιτώντας συνέχεια ψηλά, υπάρχει κίνδυνος να πατήσετε κάποια παπαρούνα που θάλλει στο πεζοδρόμιό σας

( Ολόκληρη η οιστορία η ιστορία και ένα αφιέρωμα που έγινε στον ποιητή εδώ
http://tomanavaki.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

#ροζδύναμη

Σχόλια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *